헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄγκυρα

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄγκυρα ἀγκύρας

형태분석: ἀγκυρ (어간) + α (어미)

어원: a)/gkos

  1. 닻, 정
  2. 갈고리, 갈고랑이
  1. anchor
  2. hook

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄγκυρα

닻이

ἀγκύρᾱ

닻들이

ά̓γκυραι

닻들이

속격 ἀγκύρᾱς

닻의

ἀγκύραιν

닻들의

ἀγκυρῶν

닻들의

여격 ἀγκύρᾱͅ

닻에게

ἀγκύραιν

닻들에게

ἀγκύραις

닻들에게

대격 ά̓γκυραν

닻을

ἀγκύρᾱ

닻들을

ἀγκύρᾱς

닻들을

호격 ά̓γκυρα

닻아

ἀγκύρᾱ

닻들아

ά̓γκυραι

닻들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔδοξε δὴ σκοπουμένοισ τὴν ὑστάτην ἄγκυραν, ἣν ἱερὰν οἱ ναυτιλλόμενοί φασιν, καθιέναι, καὶ ἐπὶ τὴν βελτίστην ἀπόνοιαν ὁρμήσαντεσ, ἔτι τε καὶ τόλμαν καὶ ἀμαθίαν καὶ ἀναισχυντίαν προσπαρακαλέσαντεσ, αἵπερ αὐτοῖσ μάλιστα συναγωνίζονται, καὶ λοιδορίασ καινὰσ ^ ἐκμελετήσαντεσ, ὡσ πρόχειροι εἰε͂ν καὶ ἀνὰ στόμα, ταύτασ μόνασ ξυμβολὰσ ἔχοντεσ ‐ ὁρᾷσ ὁποῖα πρὸσ φιλοσοφίαν ἐφόδια; (Lucian, Fugitivi, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 13:3)

  • κοντοῖσ δὲ πρῷραν εἶχον, οἳ δ’ ἐπωτίδων ἄγκυραν ἐξανῆπτον· (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 3:2)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 3:2)

  • οὐκοῦν ἐπεὶ τῆσ νεὼσ τὸ παράδειγμα, οὐ πάνυ σοι ἰσχυρὸν ἔδοξεν εἶναι, ἄκουσον ἤδη τὴν ἱεράν, φασίν, ἄγκυραν καὶ ἣν οὐδεμιᾷ μηχανῇ ἀπορρήξεισ. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 51:1)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 51:1)

  • ὅτι οὐκ αἰσθάνῃ ἀπὸ λεπτῆσ κρόκησ ἐξαψάμενόσ σου τὴν ἄγκυραν, καὶ ταῦτα ἱερὰν οὖσαν· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 51:10)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 51:10)

  • ὥστε, νὴ τὴν ἄγκυραν τὴν ἱεράν, ἐθέλω σπείσασθαι ἤδη πρὸσ σὲ ἐπ’ αὐτῶν γε τῶν βωμῶν, ὡσ μηκέτι περὶ τούτων ἐρίζοιμεν. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 52:4)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 52:4)

유의어

  1. 갈고리

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION