- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄγκυρα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: ankyra 고전 발음: [앙뀌라] 신약 발음: [앙뀌라]

기본형: ἄγκυρα ἀγκύρας

형태분석: ἀγκυρ (어간) + α (어미)

어원: ἄγκος

  1. 닻, 정
  2. 갈고리, 갈고랑이
  1. anchor
  2. hook

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄγκυρα

닻이

ἀγκύρα

닻들이

ἄγκυραι

닻들이

속격 ἀγκύρας

닻의

ἀγκύραιν

닻들의

ἀγκυρῶν

닻들의

여격 ἀγκύρᾳ

닻에게

ἀγκύραιν

닻들에게

ἀγκύραις

닻들에게

대격 ἄγκυραν

닻을

ἀγκύρα

닻들을

ἀγκύρας

닻들을

호격 ἄγκυρα

닻아

ἀγκύρα

닻들아

ἄγκυραι

닻들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ γραφαὶ καὶ τοῦ ἱστίου τὸ παράσειον πυραυγές, πρὸ τούτων αἱ ἄγκυραι καὶ στροφεῖα καὶ περιαγωγεῖς καὶ αἱ κατὰ τὴν πρύμναν οἰκήσεις θαυμάσια πάντα μοι ἔδοξε. (Lucian, 11:1)

    (루키아노스, 11:1)

  • καὶ χρυσαῖ μὲν αἱ ἄγκυραι ἐνίοτε, ὁ χηνίσκος δὲ μολυβδοῦς, καὶ τὰ μὲν ὕφαλα κατάγραφα, τὰ δὲ ἔξαλα τῆς νεὼς ἄμορφα. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 47:3)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 47:3)

  • καὶ τούτοις ἴσοι περί τε τοὺς ἱστοὺς καὶ τὰς λιθοφόρους κεραίας, ἦσαν δὲ καὶ κατὰ τοὺς ἱστοὺς ἐν τοῖς καρχησίοις οὖσι χαλκοῖς ἐπὶ μὲν τοῦ πρώτου τρεῖς ἄνδρες, εἶθ ἑξῆς καθ ἕνα λειπόμενοι τούτοις δ ἐν πλεκτοῖς γυργάθοις διὰ τροχιλίων εἰς τὰ θωράκια λίθοι παρεβάλλοντο καὶ βέλη διὰ τῶν παίδων, ἄγκυραι δὲ ἦσαν ξύλιναι μέν τέτταρες, σιδηραῖ δ ὀκτώ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 43 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 43 3:1)

  • ἔκειντο δὲ ἐν μέσῳ καὶ μεγάλοι καὶ μικροὶ ἰχθύες καὶ ἄλλα πολλὰ θηρία συγκεκομμένα, καὶ πλοίων ἱστία καὶ ἄγκυραι, καὶ ἀνθρώπων ὀστέα καὶ φορτία, κατὰ μέσον δὲ καὶ γῆ καὶ λόφοι ἦσαν, ἐμοὶ δοκεῖν, ἐκ τῆς ἰλύος ἣν κατέπινε συνιζάνουσα. (Lucian, Verae Historiae, book 1 31:2)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 31:2)

  • οὐ γὰρ πηδαλίῳ πείθεται ὡς ἄκατος, οὐδ ἄγκυραι ἔχουσιν ἀπορρήξασα δὲ δεσμὰ πολλάκις ἐκ νυκτῶν ἄλλον ἔχει λιμένα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 9 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 9 1:2)

유의어

  1. 갈고리

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION