헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλείς

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλείς κλειδός

형태분석: κλειδ (어간) + ς (어미)

어원: klei/w

  1. 바, 볼트, 열쇠, 필, 호프
  2. 열쇠, 키
  3. 쇄골
  1. Something used to lock/unlock: key, bolt, bar
  2. A means to something: key
  3. The hook of a clasp
  4. collarbone
  5. The rowing bench of a ship (always in plural)
  6. A narrow strait or pass

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλείς

바가

κλεῖδε

바들이

κλεῖδες

바들이

속격 κλειδός

바의

κλειδοῖν

바들의

κλειδῶν

바들의

여격 κλειδί

바에게

κλειδοῖν

바들에게

κλεισίν*

바들에게

대격 κλεῖδα

바를

κλεῖδε

바들을

κλεῖδας

바들을

호격 κλεί

바야

κλεῖδε

바들아

κλεῖδες

바들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὑπέμειναν ἕωσ ᾐσχύνοντο, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστιν ὁ ἀνοίγων τὰσ θύρασ τοῦ ὑπερῴου. καὶ ἔλαβον τὴν κλεῖδα καὶ ἤνοιξαν, καὶ ἰδοὺ ὁ κύριοσ αὐτῶν πεπτωκὼσ ἐπὶ τὴν γῆν τεθνηκώσ. (Septuagint, Liber Iudicum 3:25)

    (70인역 성경, 판관기 3:25)

  • ὅτι ἐπ̓ αὐτοὺσ ἡ φυλακή, καὶ οὗτοι ἐπὶ τῶν κλειδῶν τὸ πρωί̈ πρωί̈ ἀνοίγειν τὰσ θύρασ τοῦ ἱεροῦ. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 9:27)

    (70인역 성경, 역대기 상권 9:27)

  • ἀποσταίη ἄρα ὁ ὦμόσ μου ἀπὸ τῆσ κλειδόσ, ὁ δὲ βραχίων μου ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνοσ συντριβείη. (Septuagint, Liber Iob 31:22)

    (70인역 성경, 욥기 31:22)

  • καὶ δώσω τὴν δόξαν Δαυὶδ αὐτῷ, καὶ ἄρξει, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀντιλέγων. καὶ δώσω αὐτῷ τὴν κλεῖδα οἴκου Δαυὶδ ἐπὶ τῷ ὤμῳ αὐτοῦ καὶ ἀνοίξει, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀποκλείων, καὶ κλείσει καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀνοίγων. (Septuagint, Liber Isaiae 22:22)

    (70인역 성경, 이사야서 22:22)

  • ὦ Ἡράκλεισ, ἀναπέπταται ὥσπερ ὑπὸ κλειδὶ ἡ θύρα. (Lucian, Gallus, (no name) 29:7)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 29:7)

  • καὶ προθυμουμένων οὐ κατὰ καιρὸν μάχεσθαι πρὸσ ἑξακισμυρίουσ ὁπλίτασ, ἐνέστη καὶ διεκώλυσε, μονονοὺ τὰ ὅπλα τοῦ δήμου καὶ τὰσ κλεῖσ τῶν πυλῶν ἀποσφραγισάμενοσ. (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 2 5:1)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 2 5:1)

  • καὶ ὁ μείζων προσέοικε τῷ χελιδονίᾳ κατὰ τὴν σκληρότητα, τὰ δὲ ὑπογάστρια αὐτοῦ καὶ ἡ κλεὶσ εὔστομα καὶ ἁπαλά, οἱ δὲ κοσταὶ λεγόμενοι ταριχευθέντεσ εἰσὶ μέσοι, ξανθίασ δ’ ἐπὶ ποσὸν βρωμώδησ ἐστὶν καὶ ἁπαλώτεροσ τοῦ ὀρκύνου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 53 5:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 53 5:1)

  • ὧν δ’ ἕνεκα κλεὶσ καὶ μοχλὸσ καὶ αὔλειοσ, ταῦτ’ ἀνακαλύπτων καὶ φέρων εἰσ τὸ μέσον ἑτέροισ. (Plutarch, De curiositate, section 3 3:2)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 3:2)

  • ὧν δ’ ἕνεκα κλεὶσ καὶ μοχλὸσ καὶ αὔλειοσ, ταῦτ’ ἀνακαλύπτων καὶ φέρων εἰσ τὸ μέσον ἑτέροισ. (Plutarch, De curiositate, section 3 7:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 7:1)

  • τηρεῖ δ’ οὗτοσ τάσ τε κλεῖσ τὰσ τῶν ἱερῶν, ἐν οἷσ τὰ χρήματ’ ἐστὶν καὶ <τὰ> γράμματα τῇ πόλει, καὶ τὴν δημοσίαν σφραγῖδα, καὶ μένειν ἀναγκαῖον ἐν τῇ θόλῳ τοῦτόν ἐστιν καὶ τριττὺν τῶν πρυτάνεων ἣν ἂν οὗτοσ κελεύῃ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 44 1:3)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 44 1:3)

유의어

  1. The hook of a clasp

  2. The rowing bench of a ship

  3. A narrow strait or pass

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION