ἀφανίζω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἀφανίζω
형태분석:
ἀφανίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 제거하다, 사라지다, 치우다, 빼앗다, 자취를 감추다, 분리하다, 가시다, 채어가다, 빼다
- 지우다, 완전히 파괴하다, 말살하다, 지워 없애다, 구김살을 펴다
- 말살하다, 무찌르다, 깨끗하게 하다, 닦아내다
- 사라지다, 자취를 감추다, 가시다
- to make unseen, hide from sight
- to do away with, remove, to carry off, from, to disappear, to remove from sight, make away with, to be concealed or suppressed
- to destroy utterly, rase, erase, to obliterate
- to obliterate, tarnish, to wipe out
- to disfigure, hypocritical
- to make away with
- to become unseen, to disappear
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πρῶτον ἂν δ’ ἐπιμένῃ, καθιερεύουσι καὶ σφάττουσιν, ὡσ δή τινα κολασμὸν ὄντα τοῦ δαίμονοσ τοῦτον ἢ καθαρμὸν ἄλλωσ μέγαν ἐπὶ μεγίστοισ καὶ γὰρ ἐν Εἰλειθυίασ πόλει ζῶντασ ἀνθρώπουσ κατεπίμπρασαν ὡσ Μανεθὼσ ἱστόρηκε, Τυφωνείουσ καλοῦντεσ, καὶ τὴν τέφραν αὐτῶν λικμῶντεσ ἠφάνιζον καὶ διέσπειρον. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 73 3:1)
(플루타르코스, De Iside et Osiride, section 73 3:1)
- καὶ τὰ μὲν ἐμπιπρῶντεσ τὰ δὲ κατασκάπτοντεσ, πᾶν δὲ τὸ πεφυκὸσ ἀνὰ τὴν χώραν ἢ συμπατοῦντεσ ἠφάνιζον ἢ νεμόμενοι καὶ τὴν ἐνεργὸν ὑπὸ τῆσ πορείασ σκληροτέραν ἐποίουν τῆσ ἀκάρπου, καθόλου τε εἰπεῖν, οὐδὲ σημεῖόν τι κατελείπετο τοῖσ πορθουμένοισ τοῦ γεγονέναι. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 607:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 607:1)
- ἥ τε χώρα μεστὴ κακῆσ ἦν ἰλύοσ γεννωμένων τε καὶ ἀποθνησκόντων, τάσ τε κατ’ οἶκον αὐτῶν διαίτασ ἠφάνιζον ἐν βρωτοῖσ εὑρισκόμενοι καὶ ποτοῖσ καὶ ταῖσ εὐναῖσ αὐτῶν ἐπιπολάζοντεσ, ὀσμή τε χαλεπὴ ἦν καὶ δυσώδησ ἀποθνησκόντων τῶν βατράχων καὶ ζώντων καὶ διεφθαρμένων. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 372:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 2 372:1)
- ἐλέγετο δὲ ὑπό τινων, οἳ καὶ μάλιστα τοῖσ εὐπατρίδαισ ἠφάνιζον τὸ εὐθυμοῦν τῆσ ἐλπίδοσ, ἐν ἀμελείᾳ κινδύνων γεγονότα καὶ ἄφροντιν κομιδῇ τῶν τραυμάτων, ὥσπερ εἶχεν ᾑματωμένον ἐπὶ τῆσ ἀγορᾶσ διεκπεσεῖν κἀν δημηγορίαισ εἶναι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 153:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 153:1)
유의어
-
말살하다
-
to make away with
- κατακνάω (to scrape away, make away with)
- ἐκμαραίνω (to make to wither away, to wither away)
- ἀποχωρέω (to go from or away from)
- νίσσομαι (가다, 나아가다, 떠나다)
- ἀπονίσσομαι (떠나다, 출발하다)
- ποιέω (만들다)
- παρασκευάζω (만들다, 하다)
- κτίζω (I make so)
- τίθημι (만들다, 하다)
- φυράω (얽다, 물다)
- ἐκπορεύω (나가게 하다)
- ἐκπληρόω (얽다, 물다)
- ἐγκαίω (불 붙이다)
- κατατήκω (to melt away, to make to fall away)
- καταχράομαι (파괴하다, 죽이다, 파멸시키다)
- συναιρέω (다지다, 쓸다, 파하다)