- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀδέσποτος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: adespotos 고전 발음: [아데뽀또] 신약 발음: [아대뽀또]

기본형: ἀδέσποτος ἀδέσποτος ἀδέσποτον

형태분석: (접두사) + δεσποτ (어간) + ος (어미)

  1. 신성한, 신에 관한
  1. without master or owner, of property
  2. of freedmen
  3. of the gods

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀδέσποτος

(이)가

ἀδέσποτον

(것)가

속격 ἀδεσπότου

(이)의

ἀδεσπότου

(것)의

여격 ἀδεσπότῳ

(이)에게

ἀδεσπότῳ

(것)에게

대격 ἀδέσποτον

(이)를

ἀδέσποτον

(것)를

호격 ἀδέσποτε

(이)야

ἀδέσποτον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀδεσπότω

(이)들이

ἀδεσπότω

(것)들이

속/여 ἀδεσπότοιν

(이)들의

ἀδεσπότοιν

(것)들의

복수주격 ἀδέσποτοι

(이)들이

ἀδέσποτα

(것)들이

속격 ἀδεσπότων

(이)들의

ἀδεσπότων

(것)들의

여격 ἀδεσπότοις

(이)들에게

ἀδεσπότοις

(것)들에게

대격 ἀδεσπότους

(이)들을

ἀδέσποτα

(것)들을

호격 ἀδέσποτοι

(이)들아

ἀδέσποτα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ τρίτος δὲ οὗτος ἀδέσποτος ὑμῖν ἐστιν· (Lucian, Fugitivi, (no name) 32:5)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 32:5)

  • ἔνιοι δὲ ταῦτα πάντα ὑπερβάντες οὐδὲ τὴν ἀρχὴν εἶναι θεούς τινας ἐπίστευον, ἀλλ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον ἀπελίμπανον. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 9:8)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 9:8)

  • "εἰ τέσσαρα γένη τῆς φιλίας ἐχούσης, ὥσπερ οἱ παλαιοὶ διώρισαν, τὸ φυσικὸν πρῶτον εἶτα τὸ συγγενικὸν ἐπὶ τούτῳ καὶ τρίτον τὸ ἑταιρικὸν καὶ τελευταῖον τὸ ἐρωτικόν, ἔχει τούτων ἕκαστον ἐπιστάτην θεὸν ἢ φίλιον ἢ ξένιον ἢ ὁμόγνιον καὶ πατρῷον μόνον δὲ τὸ ἐρωτικὸν ὥσπερ δυσιεροῦν ἀνόσιον καὶ ἀδέσποτον ἀφεῖται, καὶ ταῦτα πλείστης ἐπιμελείας καὶ κυβερνήσεως δεόμενον· (Plutarch, Amatorius, section 16 1:1)

    (플루타르코스, Amatorius, section 16 1:1)

  • "Μύρων δὲ ὁ Πριηνεὺς ἐν δευτέρῳ Μεσσηνιακῶν πολλάκις, φησίν, ἠλευθέρωσαν Λακεδαιμόνιοι δούλους καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν, οὓς δὲ ἀδεσπότους, οὓς δὲ ἐρυκτῆρας. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 101 1:12)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 101 1:12)

  • ὑπὲρ ὧν δ ὁ Μάνεθως οὐκ ἐκ τῶν παρ Αἰγυπτίοις γραμμάτων, ἀλλ ὡς αὐτὸς ὡμολόγηκεν ἐκ τῶν ἀδεσπότως μυθολογουμένων προστέθεικεν, ὕστερον ἐξελέγξω κατὰ μέρος ἀποδεικνὺς τὴν ἀπίθανον αὐτοῦ ψευδολογίαν. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 121:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 121:1)

  • καὶ ταῦτα μὲν ἴσως ἀδέσποτός ἐστι καὶ πεπλασμένη παράδοσις: (Plutarch, De liberis educandis, section 9 9:2)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 9 9:2)

유의어

  1. 신성한

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION