Ancient Greek-English Dictionary Language

ζηλότυπος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ζηλότυπος ζηλότυπος ζηλότυπον

Structure: ζηλοτυπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tu/ptw

Sense

  1. jealous, eager

Examples

  • ἥσυχα δὲ φθέγξαι, μὴ καὶ σύγκοιτον ἐγείρασ κινήσῃσ ἐπ’ ἐμοὶ ζηλοτύπουσ ὀδύνασ, ἢν δ’ ἀγάγῃσ τὴν παῖδα, δορᾷ στέψω σε λέοντοσ, κώνωψ, καὶ δώσω χειρὶ φέρειν ῥόπαλον. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 152 1:1)
  • οὗτόσ ἐστιν ὁ ταραχάσ, θορύβουσ, ἀτυχίασ, ὁ δυστυχίασ ἐπιφέρων, ὁ πένθη, οἰμωγάσ, φθόνουσ, ὁ φθονερούσ, ὁ ζηλοτύπουσ ποιῶν, δι’ ὧν οὐδ’ ἀκοῦσαι λόγου δυνάμεθα. (Epictetus, Works, book 3, 3:3)

Synonyms

  1. jealous

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION