Ancient Greek-English Dictionary Language

ζηλότυπος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ζηλότυπος ζηλότυπος ζηλότυπον

Structure: ζηλοτυπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tu/ptw

Sense

  1. jealous, eager

Examples

  • ἢν μὲν γὰρ ζηλότυπον αὐτὸν ὄντα ἴδωσι, Διένευσε, φασί, τῇ γυναικί σου παρὰ τὸ δεῖπνον καὶ ἀπιδὼν ἐσ αὐτὴν ἐστέναξε, καὶ ἡ Στρατονίκη πρὸσ αὐτὸν οὐ μάλα ἀηδῶσ· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 14:2)
  • λυπῆσαί τισ θέλων τὸν Χαρῖνον ἐπέγραψε ζηλότυπον ὄντα εἰδώσ· (Lucian, Dialogi meretricii, 3:8)

Synonyms

  1. jealous

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION