Ancient Greek-English Dictionary Language

ζηλότυπος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ζηλότυπος ζηλότυπος ζηλότυπον

Structure: ζηλοτυπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tu/ptw

Sense

  1. jealous, eager

Examples

  • ζηλότυποι γὰρ καὶ μάλιστα λυπηθήσονται. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:5)
  • εἴ τισ νόμῳ γήμασ γυναῖκα νέαν καὶ καλὴν ἔπειτα μήτε φυλάττοι μήτε ζηλοτυποῖ τὸ παράπαν, ἀφιεὶσ καὶ βαδίζειν ἔνθα ἐθέλοι νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμέραν καὶ συνεῖναι τοῖσ βουλομένοισ, μᾶλλον δὲ αὐτὸσ ἀπάγοι μοιχευθησομένην ἀνοίγων τὰσ θύρασ καὶ μαστροπεύων καὶ πάντασ ἐπ’ αὐτὴν καλῶν, ἆρα ὁ τοιοῦτοσ ἐρᾶν δόξειεν ἄν; (Lucian, Timon, (no name) 16:4)

Synonyms

  1. jealous

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION