헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χιτών

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χιτών χιτῶνος

형태분석: χιτων (어간)

어원: Probably an Oriental word.

  1. 투닉
  2. 쇠사슬 갑옷
  3. 옷, 의류
  4. 덮개, 잎집, 톱
  1. man's tunic
  2. tunic
  3. coat of mail
  4. clothes
  5. coat, covering
  6. part of a shoe which covers the foot

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ ἐποίησε Κύριοσ ὁ Θεὸσ τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνασ δερματίνουσ καὶ ἐνέδυσεν αὐτούσ. (Septuagint, Liber Genesis 3:21)

    (70인역 성경, 창세기 3:21)

  • Ἰακὼβ δέ ἠγάπα τὸν Ἰωσὴφ παρὰ πάντασ τοὺσ υἱοὺσ αὐτοῦ, ὅτι υἱὸσ γήρωσ ἦν αὐτῷ. ἐποίησε δὲ αὐτῷ χιτῶνα ποικίλον. (Septuagint, Liber Genesis 37:3)

    (70인역 성경, 창세기 37:3)

  • ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἦλθεν Ἰωσὴφ πρὸσ τοὺσ ἀδελφοὺσ αὐτοῦ, ἐξέδυσαν Ἰωσὴφ τὸν χιτῶνα τὸν ποικίλον τὸν περὶ αὐτόν (Septuagint, Liber Genesis 37:23)

    (70인역 성경, 창세기 37:23)

  • Λαβόντεσ δὲ τὸν χιτῶνα τοῦ Ἰωσὴφ ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι. (Septuagint, Liber Genesis 37:31)

    (70인역 성경, 창세기 37:31)

  • καὶ ἀπέστειλαν τὸν χιτῶνα τὸν ποικίλον καὶ εἰσήνεγκαν τῷ πατρὶ αὐτῶν. καὶ εἶπαν. τοῦτον εὕρομεν, ἐπίγνωθι εἰ χιτὼν τοῦ υἱοῦ σού ἐστιν ἢ οὔ. (Septuagint, Liber Genesis 37:32)

    (70인역 성경, 창세기 37:32)

  • καὶ ἐπέγνω αὐτὸν καὶ εἶπε. χιτὼν τοῦ υἱοῦ μού ἐστι. θηρίον πονηρὸν κατέφαγεν αὐτόν, θηρίον ἥρπασε τὸν Ἰωσήφ. (Septuagint, Liber Genesis 37:33)

    (70인역 성경, 창세기 37:33)

  • καὶ ἐπ’ αὐτῆσ ἦν χιτὼν καρπωτόσ, ὅτι οὕτωσ ἐνεδιδύσκοντο αἱ θυγατέρεσ τοῦ βασιλέωσ αἱ παρθένοι τοὺσ ἐπενδύτασ αὐτῶν. καὶ ἐξήγαγεν αὐτὴν ὁ λειτουργὸσ αὐτοῦ ἔξω καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν ὀπίσω αὐτῆσ. (Septuagint, Liber II Samuelis 13:18)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 13:18)

  • στέρνοισ τε πορφύρεον χιτῶν’ ἄμφι, καὶ οὔλιον Θεσσαλὰν χλαμύδ’· (Bacchylides, , dithyrambs, ode 18 4:3)

    (바킬리데스, , dithyrambs, ode 18 4:3)

  • οὗτοσ, σὺ μέντοι σπολάδα καὶ χιτῶν’ ἔχεισ, ἀπόδυθι καὶ δὸσ τῷ ποιητῇ τῷ σοφῷ. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, lyric17)

    (아리스토파네스, Birds, Lyric-Scene, lyric17)

유의어

  1. 투닉

  2. 쇠사슬 갑옷

  3. 덮개

  4. part of a shoe which covers the foot

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION