χιτών
3군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
χιτών
χιτῶνος
형태분석:
χιτων
(어간)
어원: Probably an Oriental word.
뜻
- 투닉
- 쇠사슬 갑옷
- 옷, 의류
- 덮개, 잎집, 톱
- man's tunic
- tunic
- coat of mail
- clothes
- coat, covering
- part of a shoe which covers the foot
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ οἱ κοσυμβωτοὶ τῶν χιτώνων ἐκ βύσσου. καὶ ποιήσεισ κίδαριν βυσσίνην καὶ ζώνην ποιήσεισ, ἔργον ποικιλτοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 28:35)
(70인역 성경, 탈출기 28:35)
- ἣ δ’ ἐκ χιτώνων πῦρ πνέουσα καὶ φόνον πτεροῖσ ἐρέσσει, μητέρ’ ἀγκάλαισ ἐμὴν ἔχουσα ‐ πέτρινον ὄχθον, ὡσ ἐπεμβάλῃ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 2:6)
(에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 2:6)
- τότε δ’ οὖν ἀσπασάμενοι τὸν βασιλέα καὶ τοὺσ ἀμφ’ αὐτόν, ἐμβάντεσ ἀνήχθημεν ἐμοὶ δὲ καὶ δῶρα ἔδωκεν ὁ Ἐνδυμίων, δύο μὲν τῶν ὑαλίνων χιτώνων, πέντε δὲ χαλκοῦσ, καὶ πανοπλίαν θερμίνην, ἃ πάντα ἐν τῷ κήτει κατέλιπον. (Lucian, Verae Historiae, book 1 27:1)
(루키아노스, Verae Historiae, book 1 27:1)
- ἦν οὖν ἰδεῖν τὰ μὲν ἐργαστήρια μεστὰ κατακοπτομένων κυλίκων καὶ Θηρικλείων, χρυσουμένων δὲ θωράκων καὶ καταργυρουμένων θυρεῶν καὶ χαλινῶν, τὰ δὲ στάδια πώλων δαμαζομένων καὶ νεανίσκων ὁπλομαχούντων, ἐν δὲ ταῖσ χερσὶ τῶν γυναικῶν κράνη καὶ πτερὰ βαφαῖσ κοσμούμενα καὶ χιτώνων ἱππικῶν καὶ στρατιωτικῶν χλαμύδων διηνθισμένων· (Plutarch, Philopoemen, chapter 9 5:1)
(플루타르코스, Philopoemen, chapter 9 5:1)
- ὅσα δὲ τῶν τοιούτων ὀργάνων ἐκ δυοῖν σύγκειται χιτώνων οὐχ ὁμοίων μὲν ἀλλήλοισ, ἁπλοῦ δ’ ἑκατέρου, τούτων οἱ χιτῶνέσ εἰσι τὰ στοιχεῖα καθάπερ τῆσ τε γαστρὸσ καὶ τοῦ στομάχου καὶ τῶν ἐντέρων καὶ τῶν ἀρτηριῶν, καὶ καθ’ ἑκάτερόν γε τῶν χιτώνων ἴδιοσ ἡ ἀλλοιωτικὴ δύναμισ ἡ ἐκ τοῦ παρὰ τῆσ μητρὸσ ἐπιμηνίου γεννήσασα τὸ μόριον, ὥστε τὰσ κατὰ μέροσ ἀλλοιωτικὰσ δυνάμεισ τοσαύτασ εἶναι καθ’ ἕκαστον ζῷον, ὅσαπερ ἂν ἔχῃ τὰ στοιχειώδη μόρια. (Galen, On the Natural Faculties., , section 615)
(갈레노스, On the Natural Faculties., , section 615)
유의어
-
투닉
-
쇠사슬 갑옷
-
옷
- ἱμάτιον (옷, 의류)
- δυσχλαινία (mean clothing)
- ῥάκος (줄, 띠 모양의 물건, 띠)
- τρύγοιπος (a straining-cloth)
- εἷμα (옷, 의복, 의류)
- ἀμφίεσμα (옷, 의류, 의복)
- χλαίνωμα (옷, 망토, 의복)
- πῖλος (펠트 옷)
- ἔσθησις (옷, 의복, 의류)
- ἱματιοκάπηλος (a clothes-seller)
- ἱματισμός (옷, 의복, 의류)
-
덮개
-
part of a shoe which covers the foot
- πέδιλον (any covering for the foot, shoes or boots)