- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πῖλος?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: pīlos 고전 발음: [삘:로] 신약 발음: [삘로]

기본형: πῖλος πίλου

형태분석: πιλ (어간) + ος (어미)

  1. 펠트로 만들어진 모직
  2. 펠트로 만들어진 것, 펠트 모자
  3. 펠트 신발
  4. 펠트 옷
  1. wool or hair wrought into felt
  2. anything made of felt, especially a felt skullcap
  3. a felt shoe
  4. felt cloth

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πῖλος

펠트로 만들어진 모직이

πίλω

펠트로 만들어진 모직들이

πίλοι

펠트로 만들어진 모직들이

속격 πίλου

펠트로 만들어진 모직의

πίλοιν

펠트로 만들어진 모직들의

πίλων

펠트로 만들어진 모직들의

여격 πίλῳ

펠트로 만들어진 모직에게

πίλοιν

펠트로 만들어진 모직들에게

πίλοις

펠트로 만들어진 모직들에게

대격 πίλον

펠트로 만들어진 모직을

πίλω

펠트로 만들어진 모직들을

πίλους

펠트로 만들어진 모직들을

호격 πίλε

펠트로 만들어진 모직아

πίλω

펠트로 만들어진 모직들아

πίλοι

펠트로 만들어진 모직들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ μάταιοι γὰρ οὗτοι πόνοι, ὦ Ἀνάχαρσι, καὶ αἱ συνεχεῖς ἐν τῷ πηλῷ κυβιστήσεις καὶ αἱ ὕπαιθροι ἐν τῇ ψάμμῳ ταλαιπωρίαι τοῦτο ἡμῖν τὸ ἀμυντήριον παρέχουσι πρὸς τὰς τοῦ ἡλίου βολάς, καὶ οὐκέτι πίλου δεόμεθα ὃς τὴν ἀκτῖνα κωλύσει καθικνεῖσθαι τῆς κεφαλῆς. (Lucian, Anacharsis, (no name) 16:13)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 16:13)

  • ἑνὸς γὰρ τῶν τῷ σιδηρῷ ὑποδήματι κτυπούντων τὴν ἐσθῆτα κατέρρηξεν, ἑνὸς δὲ τῶν ὑπαυλούντων τὸν αὐλὸν ἁρπάσας τοῦ Ὀδυσσέως πλησίον ἑστῶτος καὶ ἐπὶ τῇ νίκῃ μέγα φρονοῦντος διεῖλε τὴν κεφαλὴν κατενεγκών, καὶ εἴ γε μὴ ὁ πῖλος ἀντέσχεν καὶ τὸ πολὺ τῆς πληγῆς ἀπεδέξατο, ἀπωλώλει ἂν ὁ κακοδαίμων Ὀδυσσεύς, ὀρχηστῇ παραπαίοντι περιπεσών. (Lucian, De saltatione, (no name) 83:4)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 83:4)

  • ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδιλα βοὸς ἶφι κταμένοιο ἄρμενα δήσασθαι, πίλοις ἔντοσθε πυκάσσας. (Hesiod, Works and Days, Book WD 61:4)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 61:4)

  • ^ τί οὖν αὐτῷ βούλεται τὸ ἀλλόκοτον τοῦ σχήματος, πῖλος καὶ λύρα καὶ λεοντῆ · (Lucian, Necyomantia, (no name) 1:5)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 1:5)

  • αὐτὸς μὲν οὖν μαγικήν τινα ἐνέδυ στολὴν τὰ πολλὰ ἐοικυῖαν τῇ Μηδικῇ, ἐμὲ δὲ τουτοισὶ φέρων ἐνεσκεύασε, τῷ πίλῳ καὶ τῇ λεοντῇ καὶ προσέτι τῇ λύρᾳ, καὶ παρεκελεύσατο, ἤν τις ἔρηταί με τοὔνομα, Μένιππον μὴ λέγειν, Ἡρακλέα δὲ ἢ Ὀδυσσέα ἢ Ὀρφέα. (Lucian, Necyomantia, (no name) 8:1)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 8:1)

  • τὸ γὰρ ἡμίτομον ἑκάτερον ἀποχρῶν τῇ κεφαλῇ πῖλός ἐστιν. (Lucian, Dipsades 12:3)

    (루키아노스, Dipsades 12:3)

  • τὸ μὲν ἐφίππιον στρῶμ ἐστὶν ἡμῖν, ὁ δὲ καλὸς πῖλος κάδος,5 ψυκτήρ - τί βούλει· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 109 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 109 1:3)

  • καί ποῖος ἂν γένοιτο πῖλος Ἀρκαδικὸς ἢ Λακωνικὸς μᾶλλον ἁρμόττων τῆς αὑτοῦ κόμης ἑκάστῳ· (Dio, Chrysostom, Orationes, 16:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 16:3)

유의어

  1. 펠트 신발

  2. 펠트 옷

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION