- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμβάς?

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: embas 고전 발음: [엠바] 신약 발음: [앰바]

기본형: ἐμβάς ἐμβάδος

형태분석: ἐμβαδ (어간) + ς (어미)

  1. a felt-shoe

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Τρύφων δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ἔφυγεν εἰς Ὀρθωσιάδα. (Septuagint, Liber Maccabees I 15:37)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 15:37)

  • καὶ τὸν μὲν στρατηλάτην αὐτὸν ἐφ ἁρ´ματος ὀχεῖσθαι παρδάλεων ὑπεζευγμένων, ἀγένειον ἀκριβῶς, οὐδ ἐπ ὀλίγον τὴν παρειὰν χνοῶντα, κερασφόρον, βοτρύοις ἐστεφανωμένον, μίτρᾳ τὴν κόμην ἀναδεδεμένον, ἐν πορφυρίδι καὶ χρυσῇ ἐμβάδι: (Lucian, (no name) 2:1)

    (루키아노스, (no name) 2:1)

  • εἶτ ἔθει δρόμῳ ἐπὶ τὸν ἐσόμενον νεών καὶ ἐπὶ τὸ ὄρυγμα ἐλθὼν καὶ τὴν προῳκονομημένην ^ τοῦ χρηστηρίου πηγήν, ἐμβὰς εἰς τὸ ὕδωρ ὕμνους τε ᾖδεν Ἀσκληπιοῦ καὶ Ἀπόλλωνος μεγάλῃ τῇ φωνῇ καὶ ἐκάλει τὸν θεὸν ἥκειν τύχῃ τῇ ἀγαθῇ εἰς τὴν πόλιν. (Lucian, Alexander, (no name) 14:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 14:1)

  • ", ὡς διαφαίνεσθαι τὸ σῶμα, καὶ ἢ κρηπὶς Ἀττικὴ γυναικεία, τὸ πολυσχιδές, ἢ ἐμβὰς Σικυωνία πίλοις τοῖς λευκοῖς ἐπιπρέπουσα, καὶ ἀκόλουθοι πολλοὶ καὶ βιβλίον ἀεί, ταῦτα μὲν αὐτὸν χρὴ συντελεῖν τὰ δ ἄλλα καθ ὁδὸν ἤδη προϊὼν ὁρ´α καὶ ἄκουε. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:19)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:19)

  • οὐδεὶς γοῦν πρὸ σοῦ ἂν εἰσῆλθεν εἰς τὸ θέατρον οὐδ ἂν ἐμήνυσεν ὅ τι τοὔνομα τῷ δράματι, ἀλλὰ σὺ κοσμίως πάνυ, χρυσᾶς ἐμβάδας ἔχων καὶ ἐσθῆτα τυραννικήν, προεισεπέμπου εὐμένειαν αἰτήσων παρὰ τοῦ θεάτρου, στεφάνους κομίζων καὶ κρότῳ ἀπιών, ἤδη τιμώμενος πρὸς αὐτῶν. (Lucian, Pseudologista, (no name) 16:2)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 16:2)

  • ἀλλ ὡς τάχιστα πρίν τιν ἀνθρώπων ἰδεῖν, ῥιπτεῖτε χλαίνας, ἐμβὰς ἐκποδὼν ἴτω, χάλα συναπτοὺς ἡνίας Λακωνικάς, βακτηρίας ἄφεσθε. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Choral2)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Choral2)

  • ἐμβὰς δὲ κεῖται καὶ τρίβων ἐρριμμένος. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 4:5)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Episode 4:5)

유의어

  1. a felt-shoe

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION