ἱμάτιον?
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사: himation
고전 발음: [히마띠온]
신약 발음: [이마띠온]
기본형:
ἱμάτιον
ἱματίου
형태분석:
ἱματι
(어간)
+
ον
(어미)
어원: in form a Dim. of ἷμα, i.e. εἷμα
뜻
- 망토, 그리스 망토, 소매 없는 외투, 외투의 일종
- 옷, 의류
- outer garment, cloak, mantle
- (in the plural) clothes
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ λαβόντες Σὴμ καὶ Ἰάφεθ τὸ ἱμάτιον ἐπέθεντο ἐπὶ τὰ δύο νῶτα αὐτῶν καὶ ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς καὶ συνεκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ὀπισθοφανῶς, καὶ τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν οὐκ εἶδον. (Septuagint, Liber Genesis 9:23)
(70인역 성경, 창세기 9:23)
- καὶ ἐγγίσας ἐφίλησεν αὐτόν, καὶ ὠσφράνθη τὴν ὀσμὴν τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν. ἰδοὺ ὀσμὴ τοῦ υἱοῦ μου ὡς ὀσμὴ ἀγροῦ πλήρους, ὃν εὐλόγησε Κύριος. (Septuagint, Liber Genesis 27:27)
(70인역 성경, 창세기 27:27)
- καὶ ηὔξατο Ἰακὼβ εὐχὴν λέγων. ἐὰν ᾖ Κύριος ὁ Θεὸς μετ᾿ ἐμοῦ καὶ διαφυλάξῃ με ἐν τῇ ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ ἐγὼ πορεύομαι, καὶ δῷ μοι ἄρτον φαγεῖν καὶ ἱμάτιον περιβαλέσθαι (Septuagint, Liber Genesis 28:20)
(70인역 성경, 창세기 28:20)
- ἀνέστρεψε δὲ Ρουβὴν ἐπὶ τὸν λάκκον καὶ οὐχ ὁρᾷ τὸν Ἰωσὴφ ἐν τῷ λάκκῳ. καὶ διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 37:29)
(70인역 성경, 창세기 37:29)
- διέρρηξε δὲ Ἰακὼβ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐπέθετο σάκκον ἐπὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ἐπένθει τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἡμέρας πολλάς. (Septuagint, Liber Genesis 37:34)
(70인역 성경, 창세기 37:34)
- ἐὰν δὲ ἐνεχύρασμα ἐνεχυράσῃς τὸ ἱμάτιον τοῦ πλησίον, πρὸ δυσμῶν ἡλίου ἀποδώσεις αὐτῷ. (Septuagint, Liber Exodus 22:26)
(70인역 성경, 탈출기 22:26)
- ἔστι γὰρ τοῦτο περιβόλαιον αὐτοῦ, μόνον τοῦτο τὸ ἱμάτιον ἀσχημοσύνης αὐτοῦ. ἐν τίνι κοιμηθήσεται; ἐὰν οὖν καταβοήσῃ πρός με, εἰσακούσομαι αὐτοῦ. ἐλεήμων γάρ εἰμι. (Septuagint, Liber Exodus 22:27)
(70인역 성경, 탈출기 22:27)
- πᾶς ὁ ἁπτόμενος τῶν κρεῶν αὐτῆς ἁγιασθήσεται. καὶ ᾧ ἐὰν ἐπιρραντισθῇ ἀπὸ τοῦ αἵματος αὐτῆς ἐπὶ τὸ ἱμάτιον, ὃς ἐὰν ραντισθῇ ἐπ᾿ αὐτό, πλυθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ. (Septuagint, Liber Leviticus 6:20)
(70인역 성경, 레위기 6:20)
유의어
-
망토
-
옷
- χιτών (옷, 의류)
- δυσχλαινία (mean clothing)
- ῥάκος (줄, 띠 모양의 물건, 띠)
- τρύγοιπος (a straining-cloth)
- εἷμα (옷, 의복, 의류)
- ἀμφίεσμα (옷, 의류, 의복)
- χλαίνωμα (옷, 망토, 의복)
- πῖλος (펠트 옷)
- ἔσθησις (옷, 의복, 의류)
- ἱματιοκάπηλος (a clothes-seller)
- ἱματισμός (옷, 의복, 의류)