헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱμάτιον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἱμάτιον ἱματίου

형태분석: ἱματι (어간) + ον (어미)

어원: in form a Dim. of i(=ma, i.e. ei(=ma

  1. 망토, 그리스 망토, 소매 없는 외투, 외투의 일종
  2. 옷, 의류
  1. outer garment, cloak, mantle
  2. (in the plural) clothes

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἱμάτιον

망토가

ἱματίω

망토들이

ἱμάτια

망토들이

속격 ἱματίου

망토의

ἱματίοιν

망토들의

ἱματίων

망토들의

여격 ἱματίῳ

망토에게

ἱματίοιν

망토들에게

ἱματίοις

망토들에게

대격 ἱμάτιον

망토를

ἱματίω

망토들을

ἱμάτια

망토들을

호격 ἱμάτιον

망토야

ἱματίω

망토들아

ἱμάτια

망토들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸσ τὸ σταῖσ αὐτῶν πρὸ τοῦ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα αὐτῶν ἐνδεδεμένα ἐν τοῖσ ἱματίοισ αὐτῶν ἐπὶ τῶν ὤμων. (Septuagint, Liber Exodus 12:34)

    (70인역 성경, 탈출기 12:34)

  • ΚΑΙ ὁ βασιλεὺσ Δαυὶδ πρεσβύτεροσ προβεβηκὼσ ἡμέραισ, καὶ περιέβαλλον αὐτὸν ἱματίοισ, καὶ οὐκ ἐθερμαίνετο. (Septuagint, Liber I Regum 1:1)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 1:1)

  • ὡσ ἐκείνῳ γε ὄνομα ἦν παρ’ ἐμοὶ Κάνθαροσ, καὶ ἐκόμα δὲ καὶ τό γένειον ἐτίλλετο καὶ τέχνην τὴν ἐμὴν ἠπίστατο ’ ἀπέκειρεν γὰρ ἐν τῷ γναφείῳ καθήμενοσ ὁπόσον περιττὸν τοῖσ ἱματίοισ τῶν κροκύδων ἐπανθεῖ. (Lucian, Fugitivi, (no name) 28:2)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 28:2)

  • Πλοῦτον δὲ κοσμεῖν ἱματίοισ σεμνοῖσ πρέπει. (Aristophanes, Plutus, Episode 2:48)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode 2:48)

  • "ἐπειδὴ δὲ ἔλθοιμεν εἴσ τι καταγώγιον, λαβὼν ἂν ὁ ἀνὴρ ἢ τὸν μοχλὸν τῆσ θύρασ ἢ τὸ κόρηθρον ἢ καὶ τὸ ὕπερον περιβαλὼν ἱματίοισ ἐπειπών τινα ἐπῳδὴν ἐποίει βαδίζειν, τοῖσ ἄλλοισ ἅπασιν ἄνθρωπον εἶναι δοκοῦντα. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 27:5)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 27:5)

유의어

  1. 망토

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION