헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χάρισμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χάρισμα χαρίσματος

형태분석: χαρισματ (어간)

어원: xari/zomai

  1. 은혜, 부탁, 친절, 지지
  2. 선물, 은혜, 기증품, 부탁
  1. A favourable disposition towards: grace, favor
  2. A voluntary favourable act: favor, gift

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χάρισμα

은혜가

χαρίσματε

은혜들이

χαρίσματα

은혜들이

속격 χαρίσματος

은혜의

χαρισμάτοιν

은혜들의

χαρισμάτων

은혜들의

여격 χαρίσματι

은혜에게

χαρισμάτοιν

은혜들에게

χαρίσμασιν*

은혜들에게

대격 χάρισμα

은혜를

χαρίσματε

은혜들을

χαρίσματα

은혜들을

호격 χάρισμα

은혜야

χαρίσματε

은혜들아

χαρίσματα

은혜들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἕκαστοσ καθὼσ ἔλαβεν χάρισμα, εἰσ ἑαυτοὺσ αὐτὸ διακονοῦντεσ ὡσ καλοὶ οἰκονόμοι ποικίλησ χάριτοσ θεοῦ· (PETROU A, chapter 2 64:1)

    (PETROU A, chapter 2 64:1)

  • Ἀλλ’ οὐχ ὡσ τὸ παράπτωμα, οὕτωσ [καὶ] τὸ χάρισμα· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 148:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 148:1)

  • τὸ μὲν γὰρ κρίμα ἐξ ἑνὸσ εἰσ κατάκριμα, τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων εἰσ δικαίωμα. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 149:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 149:1)

  • τὰ γὰρ ὀψώνια τῆσ ἁμαρτίασ θάνατοσ, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ θεοῦ ζωὴ αἰώνιοσ ἐν Χριστῷ Ιἠσοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 179:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 179:1)

  • ἀλλὰ ἕκαστοσ ἴδιον ἔχει χάρισμα ἐκ θεοῦ, ὁ μὲν οὕτωσ, ὁ δὲ οὕτωσ. (PROS KORINQIOUS A, chapter 7 8:2)

    (PROS KORINQIOUS A, chapter 7 8:2)

유의어

  1. 은혜

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION