ὑπόθεσις
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπόθεσις
ὑποθέσεως
형태분석:
ὑποθεσι
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 제안
- 충고, 조언, 도움말
- 목적, 목표
- 번, 때, 핑계, 구실
- 정거장, 직업, 기능, 정류장
- 짐작
- proposal
- suggestion, advice
- purpose
- occasion, excuse, pretext
- actor's role
- function, occupation, station
- supposition, assumption, hypothesis
- placing under
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἴδοι δ’ ἄν τισ τοὺσ τοιούτουσ μάλιστα ἔν τε βασιλέων αὐλαῖσ καὶ περὶ τὰσ τῶν ἀρχόντων καὶ δυναστευόντων φιλίασ εὐδοκιμοῦντασ, ἔνθα πολὺσ μὲν ὁ φθόνοσ, μυρίαι δὲ ὑπόνοιαι, πάμπολλαι δὲ κολακειῶν καὶ διαβολῶν ὑποθέσεισ· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:1)
(루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:1)
- συγγνώμη γάρ, εἴ τι ἀνθρώπινον πεπόνθατε, ἄλλωσ τε καὶ πρὸσ οὕτω καλὰσ καὶ ποικίλασ τὰσ ὑποθέσεισ. (Lucian, De Domo, (no name) 21:5)
(루키아노스, De Domo, (no name) 21:5)
- ἀλλὰ συμβέβηκε τῷ μὲν μίαν ὑπόθεσιν λαβόντι πολλὰ ποιῆσαι μέρη τὸ ἓν σῶμα, τῷ δὲ τὰσ πολλὰσ καὶ οὐδὲν ἐοικυίασ ὑποθέσεισ προελομένῳ σύμφωνον ἓν σῶμα πεποιηκέναι. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 14:3)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 14:3)
- πρῶτον μὲν γὰρ τὰσ ὑποθέσεισ τῶν ἱστοριῶν ἐξελέξατο καλὰσ καὶ μεγαλοπρεπεῖσ καὶ ἀνδρὶ φιλοσόφῳ προσηκούσασ· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 1:3)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 1:3)
- ἐμοὶ γοῦν οἱ μὲν Ἰσαίου τε καὶ Δημοσθένουσ λόγοι, κἂν περὶ ἀληθεῖσ καὶ δικαίασ συνταχθῶσιν ὑποθέσεισ, ὕποπτοι δοκοῦσιν εἶναι τῆσ πολλῆσ ἐπιτεχνήσεωσ ἕνεκα, οἱ δὲ Ἰσοκράτουσ καὶ Λυσίου παντὸσ μάλιστα δίκαιοί τε καὶ ἀληθεῖσ, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖσ, ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆσ κατασκευῆσ, ἀλλ’ εἰσὶν ἐλεύθεροί τινεσ καὶ ἀφελεῖσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 4 1:2)
(디오니시오스, chapter 4 1:2)
유의어
-
제안
-
충고
-
목적
-
번
- ἔφεξις (구실, 핑계, 변명)
- πρόφασις (가식, 핑계, 변명)
- πρόφασις (번, 때, 변명)
- σκῆψις (가식, 핑계, 겉보기)
- ἀφορμή (기원, 근원, 원천)
-
actor's role
-
짐작