- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τυφλός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: typhlos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τυφλός τυφλή τυφλόν

형태분석: τυφλ (어간) + ος (어미)

어원: τύφω

  1. 맹목적, 눈 먼
  1. blind
  2. of the limbs of the blind
  3. (figuratively) of the other senses and the mind
  4. (figuratively)

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 τυφλός

맹목적 (이)가

τυφλή

맹목적 (이)가

τυφλόν

맹목적 (것)가

속격 τυφλοῦ

맹목적 (이)의

τυφλῆς

맹목적 (이)의

τυφλοῦ

맹목적 (것)의

여격 τυφλῷ

맹목적 (이)에게

τυφλῇ

맹목적 (이)에게

τυφλῷ

맹목적 (것)에게

대격 τυφλόν

맹목적 (이)를

τυφλήν

맹목적 (이)를

τυφλόν

맹목적 (것)를

호격 τυφλέ

맹목적 (이)야

τυφλή

맹목적 (이)야

τυφλόν

맹목적 (것)야

쌍수주/대/호 τυφλώ

맹목적 (이)들이

τυφλά

맹목적 (이)들이

τυφλώ

맹목적 (것)들이

속/여 τυφλοῖν

맹목적 (이)들의

τυφλαῖν

맹목적 (이)들의

τυφλοῖν

맹목적 (것)들의

복수주격 τυφλοί

맹목적 (이)들이

τυφλαί

맹목적 (이)들이

τυφλά

맹목적 (것)들이

속격 τυφλῶν

맹목적 (이)들의

τυφλῶν

맹목적 (이)들의

τυφλῶν

맹목적 (것)들의

여격 τυφλοῖς

맹목적 (이)들에게

τυφλαῖς

맹목적 (이)들에게

τυφλοῖς

맹목적 (것)들에게

대격 τυφλούς

맹목적 (이)들을

τυφλάς

맹목적 (이)들을

τυφλά

맹목적 (것)들을

호격 τυφλοί

맹목적 (이)들아

τυφλαί

맹목적 (이)들아

τυφλά

맹목적 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 τυφλός

τυφλοῦ

맹목적 (이)의

τυφλότερος

τυφλοτεροῦ

더 맹목적 (이)의

τυφλότατος

τυφλοτατοῦ

가장 맹목적 (이)의

부사 τυφλώς

τυφλότερον

τυφλότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΠΝΕΥΜΑ Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με. εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμένους τὴν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, (Septuagint, Liber Isaiae 61:1)

    (70인역 성경, 이사야서 61:1)

  • ἐν σκότῳ γοῦν πλανωμένοις πάντες ἐοίκαμεν, μᾶλλον δὲ τυφλοῖς ὅμοια πέπονθαμεν, τῷ μὲν προσπταίοντες ἀλόγως, τὸ δὲ ὑπερβαίνοντες, οὐδὲν δέον, καὶ τὸ μὲν πλησίον καὶ παρὰ πόδας οὐχ ὁρῶντες, τὸ δὲ πόρρω καὶ πάμπολυ διεστηκὸς ὡς ἐνοχλοῦν δεδιότες: (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 1:2)

  • τὰ δὲ σὰ οὕτω περιφανῆ ἐστιν ὡς καὶ τυφλοῖς εἶναι καὶ κωφοῖς γνώριμα: (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 23:3)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 23:3)

  • τὸ δὲ τοῦ ὀρχηστοῦ σχῆμα ὡς μὲν κόσμιον καὶ εὐπρεπὲς οὐκ ἐμὲ χρὴ λέγειν, δῆλα γὰρ τοῖς μὴ τυφλοῖς ταῦτα: (Lucian, De saltatione, (no name) 29:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 29:2)

  • οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα, οὗτος δ ἀκολουθεῖ, κἀμὲ προσβιάζεται, καὶ ταῦτ ἀποκρινομένῳ τὸ παράπαν οὐδὲ γρῦ. (Aristophanes, Plutus, Prologue 1:6)

    (아리스토파네스, Plutus, Prologue 1:6)

유의어

  1. 맹목적

  2. of the limbs of the blind

  3. of the other senses and the mind

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION