헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τεχνίτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τεχνίτης τεχνίτου

형태분석: τεχνιτ (어간) + ης (어미)

어원: te/xnh

  1. 장인, 숙련공, 대가, 화가, 정비공, 제작자
  2. 책략가, 마술사, 허풍쟁이
  1. an artificer, artisan, craftsman, skilled workman, skilled in
  2. a trickster, intriguer

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τεχνίτης

장인이

τεχνίτᾱ

장인들이

τεχνίται

장인들이

속격 τεχνίτου

장인의

τεχνίταιν

장인들의

τεχνιτῶν

장인들의

여격 τεχνίτῃ

장인에게

τεχνίταιν

장인들에게

τεχνίταις

장인들에게

대격 τεχνίτην

장인을

τεχνίτᾱ

장인들을

τεχνίτᾱς

장인들을

호격 τεχνίτα

장인아

τεχνίτᾱ

장인들아

τεχνίται

장인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασί σου, θύγατερ Ναδάβ. ρυθμοὶ μηρῶν ὅμοιοι ὁρμίσκοισ, ἔργον τεχνίτου. (Septuagint, Canticum Canticorum 7:2)

    (70인역 성경, 아가 7:2)

  • εἰσ ἐπίτασιν δὲ θρησκείασ καὶ τοὺσ ἀγνοοῦντασ ἡ τοῦ τεχνίτου προετρέψατο φιλοτιμία. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:18)

    (70인역 성경, 지혜서 14:18)

  • στολῇ ἁγίᾳ, χρυσῷ καὶ ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ, ἔργῳ ποικιλτοῦ, λογείῳ κρίσεωσ, δήλοισ ἀληθείασ, κεκλωσμένῃ κόκκῳ, ἔργῳ τεχνίτου, (Septuagint, Liber Sirach 45:10)

    (70인역 성경, Liber Sirach 45:10)

  • ὕστερον ἐξελθόντοσ Ἰεχονίου τοῦ βασιλέωσ καὶ τῆσ βασιλίσσησ καὶ τῶν εὐνούχων καὶ παντὸσ ἐλευθέρου καὶ δεσμώτου καὶ τεχνίτου ἐξ Ἱερουσαλήμ, (Septuagint, Liber Ieremiae 36:2)

    (70인역 성경, 예레미야서 36:2)

  • ἱκανὸν γοῦν καὶ τοῦτο μόνον δηλῶσαί μου τὸν τρόπον, Περίλαοσ κολασθεὶσ καὶ ὁ ταῦροσ ἀνατεθεὶσ καὶ μηκέτι φυλαχθεὶσ πρὸσ ἄλλων κολαζομένων αὐλήματα μηδὲ μελῳδήσασ ἄλλο ἔτι πλὴν μόνα τὰ τοῦ τεχνίτου μυκήματα, καὶ ὅτι ἐν μόνῳ αὐτῷ καὶ πεῖραν ἔλαβον τῆσ τέχνησ καὶ κατέπαυσα τὴν ἄμουσον ἐκείνην καὶ ἀπάνθρωπον ᾠδήν. (Lucian, Phalaris, book 1 13:2)

    (루키아노스, Phalaris, book 1 13:2)

유의어

  1. 책략가

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION