Ancient Greek-English Dictionary Language

συγγνωστός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συγγνωστός συγγνωστόν

Structure: συγγνωστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: 분사형

Sense

  1. to be pardoned, pardonable, allowable

Examples

  • συγγνωστά σου ταῦτα, ὦ Κράτων. (Lucian, De saltatione, (no name) 5:5)
  • συγγνωστὰ γοῦν εἴ τισ λιμῷ πιεζόμενοσ παρακαταθήκασ παρ’ ἀνδρὸσ πολίτου λαβὼν εἶτα ἐπιώρκησεν ἦ μὴν μὴ παρειληφέναι, ἢ εἴ τισ ἀναισχύντωσ αἰτεῖ, μᾶλλον δὲ προσαιτεῖ καὶ λωποδυτεῖ καὶ τελωνεῖ. (Lucian, Pseudologista, (no name) 27:2)
  • συγγνωστὰ μέν σοι, πλὴν ἐπ’ ἐξειργασμένοισ κακοῖσι χαίρειν, ὦ γυναῖκεσ, οὐ καλόν. (Euripides, episode, lyric2)
  • καὶ συγγνωστὰ μὲν γέροντι, τοὐμὸν δ’ οὐχὶ συγγνώμην ἔχει, προδότην γενέσθαι πατρίδοσ ἥ μ’ ἐγείνατο. (Euripides, Phoenissae, episode 8:2)
  • συγγνωστὰ νὴ Δία τοῖσ λέγουσιν ὡσ παντὸσ ἂν πρίαιντο τῆσ ὄψεωσ; (Plutarch, Adversus Colotem, section 17 10:1)

Synonyms

  1. to be pardoned

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION