Ancient Greek-English Dictionary Language

στέρομαι

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στέρομαι

Structure: στέρ (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: only in pres. and imperf.

Sense

  1. to be wanting in, to lack, want, to suffer loss

Examples

  • ὡσ δὲ ναῦσ εἰκῇ φέρεται καὶ ταχὺ βυθίζεται, κυβερνήτου στερομένη, καὶ ὡσ τείχη κατέπεσε θεμελίων πονησάντων, οὕτω πόλισ εἰσ φθορὰν ὅλη χωρεῖ σπάνει τύχησ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 6:2)
  • καίτοι πῶσ ἂν ἔτι πολιτεία γίγνοιτο ὀρθὴ τούτου στερομένη; (Plato, Laws, book 4 20:1)
  • ἆρ’ οὖν ποτε, ὦ Θρασύμαχε, ψυχὴ τὰ αὑτῆσ ἔργα εὖ ἀπεργάσεται στερομένη τῆσ οἰκείασ ἀρετῆσ, ἢ ἀδύνατον; (Plato, Republic, book 1 633:1)
  • φρονήματοσ γὰρ ἔμπλεωσ οὖσα γυναικείου τὰσ ἐκ τῆσ ὑποψίασ ἐπιμελείασ ἀνηξιοπάθει, παντὸσ οὑτινοσοῦν ἀξιοῦσα μᾶλλον ἢ τῆσ παρρησίασ στερομένη τιμῆσ εὐπρεπείᾳ μετὰ δουλείασ καὶ φόβων καταζῆν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 15 58:2)

Synonyms

  1. to be wanting in

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION