Ancient Greek-English Dictionary Language

στάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στάζω

Structure: στάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to drop, let fall or shed drop by drop
  2. to drip
  3. to drop, fall in drops, drip, trickle

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στάζω στάζεις στάζει
Dual στάζετον στάζετον
Plural στάζομεν στάζετε στάζουσιν*
SubjunctiveSingular στάζω στάζῃς στάζῃ
Dual στάζητον στάζητον
Plural στάζωμεν στάζητε στάζωσιν*
OptativeSingular στάζοιμι στάζοις στάζοι
Dual στάζοιτον σταζοίτην
Plural στάζοιμεν στάζοιτε στάζοιεν
ImperativeSingular στάζε σταζέτω
Dual στάζετον σταζέτων
Plural στάζετε σταζόντων, σταζέτωσαν
Infinitive στάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σταζων σταζοντος σταζουσα σταζουσης σταζον σταζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στάζομαι στάζει, στάζῃ στάζεται
Dual στάζεσθον στάζεσθον
Plural σταζόμεθα στάζεσθε στάζονται
SubjunctiveSingular στάζωμαι στάζῃ στάζηται
Dual στάζησθον στάζησθον
Plural σταζώμεθα στάζησθε στάζωνται
OptativeSingular σταζοίμην στάζοιο στάζοιτο
Dual στάζοισθον σταζοίσθην
Plural σταζοίμεθα στάζοισθε στάζοιντο
ImperativeSingular στάζου σταζέσθω
Dual στάζεσθον σταζέσθων
Plural στάζεσθε σταζέσθων, σταζέσθωσαν
Infinitive στάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σταζομενος σταζομενου σταζομενη σταζομενης σταζομενον σταζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀφίκοιτό μου ἡ δέησισ πρὸσ Κύριον, ἔναντι δὲ αὐτοῦ στάζοι μου ὁ ὀφθαλμόσ. (Septuagint, Liber Iob 16:20)

Synonyms

  1. to drop

  2. to drip

  3. to drop

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION