Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνστάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐνστάζω ἐνστάξω

Structure: ἐν (Prefix) + στάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to drop in or into, to be instilled into

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̓σταζω έ̓σταζεις έ̓σταζει
Dual έ̓σταζετον έ̓σταζετον
Plural έ̓σταζομεν έ̓σταζετε έ̓σταζουσιν*
SubjunctiveSingular έ̓σταζω έ̓σταζῃς έ̓σταζῃ
Dual έ̓σταζητον έ̓σταζητον
Plural έ̓σταζωμεν έ̓σταζητε έ̓σταζωσιν*
OptativeSingular έ̓σταζοιμι έ̓σταζοις έ̓σταζοι
Dual έ̓σταζοιτον ἐστᾶζοιτην
Plural έ̓σταζοιμεν έ̓σταζοιτε έ̓σταζοιεν
ImperativeSingular έ̓σταζε ἐστᾶζετω
Dual έ̓σταζετον ἐστᾶζετων
Plural έ̓σταζετε ἐστᾶζοντων, ἐστᾶζετωσαν
Infinitive έ̓σταζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐσταζων ἐσταζοντος ἐσταζουσα ἐσταζουσης ἐσταζον ἐσταζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̓σταζομαι έ̓σταζει, έ̓σταζῃ έ̓σταζεται
Dual έ̓σταζεσθον έ̓σταζεσθον
Plural ἐστᾶζομεθα έ̓σταζεσθε έ̓σταζονται
SubjunctiveSingular έ̓σταζωμαι έ̓σταζῃ έ̓σταζηται
Dual έ̓σταζησθον έ̓σταζησθον
Plural ἐστᾶζωμεθα έ̓σταζησθε έ̓σταζωνται
OptativeSingular ἐστᾶζοιμην έ̓σταζοιο έ̓σταζοιτο
Dual έ̓σταζοισθον ἐστᾶζοισθην
Plural ἐστᾶζοιμεθα έ̓σταζοισθε έ̓σταζοιντο
ImperativeSingular έ̓σταζου ἐστᾶζεσθω
Dual έ̓σταζεσθον ἐστᾶζεσθων
Plural έ̓σταζεσθε ἐστᾶζεσθων, ἐστᾶζεσθωσαν
Infinitive έ̓σταζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐσταζομενος ἐσταζομενου ἐσταζομενη ἐσταζομενης ἐσταζομενον ἐσταζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τοῦτ’ ἐρίῳ σοι ἐνστάζουσιν κατὰ μικρὸν ἀεὶ τοῦ ζῆν ἕνεχ’ ὥσπερ ἔλαιον. (Aristophanes, Wasps, Agon, antepirrheme 1:5)
  • γαργαλισμὸσ γὰρ τῆσ ἀρτηρίησ ἀπὸ τῶν ὑμένων γίγνεται· ἔσθ’ ὅπη δὲ καὶ ἐνστάζει τι τοῦ ὑγροῦ λάθρη ἐσ τὴν ἀρτηρίην ὅθεν ἀναβήσσουσι· ἐπὶ δὲ τῇ σταφυλῇ καὶ τῷ κίονι δύσπνοια ἐπὶ μᾶλλον, καὶ κάρτα πονηρὴ κατάποσισ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 95)

Synonyms

  1. to drop in or into

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION