Ancient Greek-English Dictionary Language

πλαγκτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πλαγκτός πλαγκτή πλαγκτόν

Structure: πλαγκτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pla/zomai

Sense

  1. wandering, roaming
  2. wandering in mind, erring, distraught

Examples

  • δυσαίων δ’ ὁ βίοσ, πλαγκτὰ δ’ ὡσεί τισ νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ δυσχίμων ἀίσσω. (Euripides, Suppliants, choral, strophe 13)
  • ὑπὸ τῆσ ὀξύτητοσ τῶν πλαγκτῶν πετρῶν καὶ τῆσ λειότητοσ ἀφαιρεῖσθαι λέγων μίαν τῶν Πλειάδων, ἄλλην δὲ πρὸσ τοῦ Διὸσ ἐνίεσθαι χάριν τοῦ σῴζειν τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, ποιητικῶσ αἰνιττόμενοσ ὅτι τῶν Πλειάδων ἓξ ὁρωμένων ὅμωσ ὁ ἀριθμὸσ αὐτῶν οὐκ ἀπόλλυται, λέγονται δὲ καὶ τῷ ἀριθμῷ καὶ τοῖσ ὀνόμασιν ἑπτά. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 82 4:1)
  • μετὰ δὲ τὰσ Σειρῆνασ τὴν ναῦν Χάρυβδισ ἐξεδέχετο καὶ Σκύλλα καὶ πέτραι πλαγκταί, ὑπὲρ ὧν φλὸξ πολλὴ καὶ καπνὸσ ἀναφερόμενοσ ἑωρᾶτο. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 9 25:3)
  • ἔνθεν μὲν ἦσαν αἱ Πλαγκταὶ πέτραι, ἔνθεν δὲ ὑπερμεγέθεισ σκόπελοι δύο. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 20:2)
  • " λόγοισ τοιούτοισ πλαγκτὸσ οὖσ’ ἐφαινόμην. (Aeschylus, Agamemnon, episode 2:7)
  • εἰσ τὸ παλάτιον Σοφιανῶν ὁππόθι τεμνομένησ χθονὸσ ἄνδιχα πόντον ἀνοίγει πλαγκτὸσ ἁλικλύστων πορθμὸσ ἐπ’ ἠιόνων, χρύσεα συλλέκτρῳ τάδ’ ἀνάκτορα θῆκεν ἀνάσσῃ τῇ πολυκυδίστῃ θεῖοσ ἄναξ Σοφίῃ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6571)
  • οὔποτε γὰρ πλαγκτὸσ γυρᾶσ ἐξᾶλτο κεραίασ ἰὸσ ἐπ’ ἠλεμάτῳ χειρὸσ ἑκηβολίᾳ· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 752)

Synonyms

  1. wandering

  2. wandering in mind

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION