σοφιστής?
1군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: sophistēs
고전 발음: [소피스떼:스]
신약 발음: [소피스떼스]
기본형:
σοφιστής
σοφιστοῦ
형태분석:
σοφιστ
(어간)
+
ης
(어미)
뜻
- 철학자, 철인
- 선생, 선생님, 스승
- 사기꾼, 부정행위, 사기, 강도
- A master of one's craft
- One who is wise, prudent, a philosopher
- teacher, tutor
- (slang)(pejorative) One who makes a profit off of false wisdom: cheat, swindler
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καίτοι τί δεῖ καινὴν ἐπὶ σὲ κατηγορίαν ζητεῖν μετὰ τὴν θαυμαστὴν τραγῳδίαν λέγουσαν μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός· (Lucian, Apologia 13:1)
(루키아노스, Apologia 13:1)
- ἀλλ ὅμως οἱ μάταιοι καὶ βοῶσι καὶ μεταστειλάμενοί τινα θρήνων σοφιστὴν πολλὰς συνειλοχότα παλαιὰς συμφορὰς τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ χορηγῷ τῆς ἀνοίας καταχρῶνται, ὅπη ἂν ἐκεῖνος ἐξάρχῃ πρὸς τὸ μέλος ἐπαιάζοντες. (Lucian, (no name) 18:3)
(루키아노스, (no name) 18:3)
- ἔπειτα δὲ ὁ νομοθέτης ὁ πρῶτος ἔπεισεν αὐτοὺς ὡς ἀδελφοὶ πάντες εἰε῀ν ἀλλήλων, ἐπειδὰν ἅπαξ παραβάντες θεοὺς μὲν τοὺς Ἑλληνικοὺς ἀπαρνήσωνται, τὸν δὲ ἀνεσκολοπισμένον ἐκεῖνον σοφιστὴν αὐτὸν ^ προσκυνῶσιν καὶ κατὰ τοὺς ἐκείνου νόμους βιῶσιν. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:22)
(루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:22)
- ῥητόρων δὲ Γοργίας, ὅν τινες σοφιστὴν καλοῦσιν, ἔτη ῾; (Lucian, Macrobii, (no name) 23:1)
(루키아노스, Macrobii, (no name) 23:1)
- σοφιστὴν δ ἄλλον οὐκ ἐπάξομαι. (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 3:5)
(에우리피데스, Rhesus, episode, antistrophe 1 3:5)