- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σοφιστής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: sophistēs 고전 발음: [소피떼:] 신약 발음: [소피]

기본형: σοφιστής σοφιστοῦ

형태분석: σοφιστ (어간) + ης (어미)

  1. 철학자, 철인
  2. 선생, 선생님, 스승
  3. 사기꾼, 부정행위, 사기, 강도
  1. A master of one's craft
  2. One who is wise, prudent, a philosopher
  3. teacher, tutor
  4. (slang)(pejorative) One who makes a profit off of false wisdom: cheat, swindler

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγκειμένου δὲ τοῦ σοφιστοῦ καὶ ἐρωτῶντος, τίνα δὲ καὶ ἐφόδια ἔχων, ὦ Δημῶναξ,. (Lucian, (no name) 12:4)

    (루키아노스, (no name) 12:4)

  • τοῦ δὲ Σιδωνίου ποτὲ σοφιστοῦ Ἀθήνησιν εὐδοκιμοῦντος καὶ λέγοντος ὑπὲρ αὑτοῦ ἔπαινόν τινα τοιοῦτον, ὅτι πάσης φιλοσοφίας πεπείραται - οὐ χεῖρον δὲ αὐτὰ εἰπεῖν ἃ ἔλεγεν Εἂν Ἀριστοτέλης με καλῇ ἐπὶ τὸ Λύκειον, ἕψομαι: (Lucian, (no name) 14:1)

    (루키아노스, (no name) 14:1)

  • μάλιστα δὲ θαυμάζειν ἔφη τὴν τοῦ σοφιστοῦ Σατύρου μητέρα, ὅτι ὃν οὐδεμία πόλις ἐνεγκεῖν οἱά τε δέκα ἡμέρας, ἐκείνη δέκα μῆνας ἤνεγκε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 43 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 43 2:3)

  • διαβόητοι δὲ ἐπὶ σφαιρικῇ Δημοτέλης ὁ Θεοκρίτου τοῦ Χίου σοφιστοῦ ἀδελφὸς καί τις Χαιρεφάνης: (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 25 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 25 1:2)

  • ὅτι δ αὕτη λόγῳ δυσθεώρητος αἰσθήσει δ ἄληπτός ἐστι, μὴ παρὰ Σωκράτους σοφιστοῦ καὶ ἀλαζόνος ἀνδρός, ἀλλὰ παρὰ τῶν σοφῶν τούτων λάβωμεν, οἳ μέχρι τῶν περὶ σάρκα τῆς ψυχῆς δυνάμεων, αἷς θερμότητα καὶ μαλακότητα καὶ τόνον παρέχει τῷ σώματι, τὴν οὐσίαν συμπηγνύντες αὐτῆς ἔκ τινος θερμοῦ καὶ πνευματικοῦ καὶ ἀερώδους οὐκ ἐξικνοῦνται πρὸς τὸ κυριώτατον ἀλλ ἀπαγορεύουσι. (Plutarch, Adversus Colotem, section 207)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 207)

유의어

  1. 철학자

  2. 선생

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION