σοφιστής?
1군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: sophistēs
고전 발음: [소피스떼:스]
신약 발음: [소피스떼스]
기본형:
σοφιστής
σοφιστοῦ
형태분석:
σοφιστ
(어간)
+
ης
(어미)
뜻
- 철학자, 철인
- 선생, 선생님, 스승
- 사기꾼, 부정행위, 사기, 강도
- A master of one's craft
- One who is wise, prudent, a philosopher
- teacher, tutor
- (slang)(pejorative) One who makes a profit off of false wisdom: cheat, swindler
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπεὶ οἵ γε τοῖς λόγοις μόνοις ἐγγεγυμνασμένοι σοφισταὶ ἂν εἰκότως μᾶλλον ἢ σοφοὶ καλοῖντο. (Lucian, (no name) 2:3)
(루키아노스, (no name) 2:3)
- οἱ δὲ ἄνδρες οὗτοι σοφισταὶ καὶ φιλόσοφοι πρὸς ἡμῶν ὀνομάζονται. (Lucian, Anacharsis, (no name) 22:2)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 22:2)
- οἱ δὲ σκευάζοντες ἕκαστα σοφισταί τινες περὶ πέμματα καὶ χυμοὺς ἔχοντες. (Lucian, 40:2)
(루키아노스, 40:2)
- εἰ δ ἐξ ἅπαντος ἀγαπᾶς ἀσφάλειαν καὶ ἡσυχίαν, καὶ δέδιας Ἀλκιβιάδην μὲν ἐπὶ τοῦ βήματος, ἐν δὲ Πύλῳ Λακεδαιμονίους, Περδίκκαν δ ἐν Θρᾴκῃ, πολλὴν εὐρυχωρίαν ἡ πόλις ἔχει σχολῆς ἐκ μέσου γενόμενον καθῆσθαι πλέκοντα τῆς ἀταραξίας σεαυτῷ στέφανον, ὡς ἔνιοι σοφισταὶ λέγουσιν. (Plutarch, Comparison of Nicias and Crassus, chapter 2 4:2)
(플루타르코스, Comparison of Nicias and Crassus, chapter 2 4:2)
- ἓν μὲν αὐτοῖσιν οἱ σοφισταί εἰσι, πλήθεϊ μὲν μείους τῶν ἄλλων, δόξῃ δὲ καὶ τιμῇ γεραρώτατοι: (Arrian, Indica, chapter 11 1:2)
(아리아노스, Indica, chapter 11 1:2)