헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σοφιστής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σοφιστής σοφιστοῦ

형태분석: σοφιστ (어간) + ης (어미)

어원: sofi/zomai

  1. 철학자, 철인
  2. 선생, 선생님, 스승
  3. 사기꾼, 부정행위, 사기, 강도
  1. A master of one's craft
  2. One who is wise, prudent, a philosopher
  3. teacher, tutor
  4. (slang)(pejorative) One who makes a profit off of false wisdom: cheat, swindler

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συνεκάλεσε δὲ Φαραὼ τοὺσ σοφιστὰσ Αἰγύπτου καὶ τοὺσ φαρμακούσ, καὶ ἐποίησαν καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖσ φαρμακείαισ αὐτῶν ὡσαύτωσ. (Septuagint, Liber Exodus 7:11)

    (70인역 성경, 탈출기 7:11)

  • καὶ τί σοι τοὺσ παλαιοὺσ ἐκείνουσ λέγω σοφιστὰσ καὶ συγγραφέασ καὶ λογογράφουσ, ὅπου καὶ τὰ τελευταῖα ταῦτα καὶ Αἐτίωνά φασι τὸν ζωγράφον, συγγράψαντα τὸν Ῥωξάνησ καὶ Ἀλεξάνδρου γάμον, εἰσ Ὀλυμπίαν καὶ αὐτὸν ἀγαγόντα τὴν εἰκόνα ἐπιδείξασθαι, ὥστε Προξενίδαν, Ἑλλανοδίκην τότε ὄντα, ἡσθέντα τῇ τέχνῃ γαμβρὸν ποιήσασθαι τὸν Αἐτίωνα. (Lucian, Herodotus 7:1)

    (루키아노스, Herodotus 7:1)

  • οὐκοῦν ἀκούετε, ὦ θεοί, τά γε ἀπὸ καρδίασ, φασὶν ἐγὼ γὰρ καὶ πάνυ προσεδόκων ἐσ τόδε ἀμηχανίασ περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα καὶ πολλοὺσ τοιούτουσ ἀναφύσεσθαι ἡμῖν σοφιστάσ, παρ’ ἡμῶν αὐτῶν τὴν αἰτίαν τῆσ τόλμησ λαμβάνοντασ· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 19:4)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 19:4)

  • οὐ γὰρ μὰ Δί’ οἶσθ’ ὁτιὴ πλείστουσ αὗται βόσκουσι σοφιστάσ, Θουριομάντεισ ἰατροτέχνασ σφραγιδονυχαργοκομήτασ, κυκλίων τε χορῶν ᾀσματοκάμπτασ ἄνδρασ μετεωροφένακασ, οὐδὲν δρῶντασ βόσκουσ’ ἀργούσ, ὅτι ταύτασ μουσοποιοῦσιν. (Aristophanes, Clouds, Parodos, anapests21)

    (아리스토파네스, Clouds, Parodos, anapests21)

  • ἅ μὲν οὖν ἀξια μνήμησ τῶν περὶ Δημοσθένουσ καὶ Κικέρωνοσ ἱστορουμένων εἰσ τὴν ἡμετέραν ἀφῖκται γνῶσιν, ταῦτ’ ἐστίν, ἀφεικὼσ δὲ τὸ συγκρίνειν τὴν ἐν τοῖσ λόγοισ ἕξιν αὐτῶν, ἐκεῖνό μοι δοκῶ μὴ παρήσειν ἄρρητον, ὅτι Δημοσθένην μὲν εἰσ τὸ ῥητορικὸν ἐνέτεινε πᾶν ὅσον εἶχεν ἐκ φύσεωσ ἢ ἀσκήσεωσ λόγιον, ὑπερβαλλόμενοσ ἐνάργείᾳ μὲν καὶ δεινότητι τοὺσ ἐπὶ τῶν ἀγώνων καὶ τῶν δικῶν συν συνεξεταζομένουσ, ὄγκῳ δὲ καὶ μεγαλοπρέπείᾳ τοὺσ ἐπιδεικτικούσ, ἀκριβείᾳ δὲ καὶ τέχνῃ τοὺσ σοφιστάσ· (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 1:1)

    (플루타르코스, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 1:1)

유의어

  1. 철학자

  2. 선생

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION