Ancient Greek-English Dictionary Language

σκυθρωπός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σκυθρωπός σκυθρωπόν

Structure: σκυθρωπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: skuqro/s, w)/y

Sense

  1. angry-looking, of sad countenance, sullen
  2. gloomy, sad, melancholy

Examples

  • οἱ δέ, μάλα σεμνοὶ καὶ σκυθρωποὶ τὰ ἔξω καὶ τὰ δημόσια φαινόμενοι, ἢν παιδὸσ ὡραίου ἢ γυναικὸσ λάβωνται καλῆσ ἢ ἐλπίσωσιν,^ σιωπᾶν ἄξιον οἱᾶ ποιοῦσιν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 18:2)
  • ἐκείνων δὲ τῶν ὑψηλῶν σκυθρωποὶ ἅπαντεσ ἤκουον, οἰκτείροντεσ, οἶμαι, αὐτοὺσ πέδασ τηλικαύτασ ἐπισυρομένουσ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 23:6)
  • "καίτοι πόσα ἐγὼ συνεπίσταμαι αὐτοῖσ ἃ πράττουσι τῶν νυκτῶν αἰσχρὰ καὶ κατάπτυστα οἱ μεθ’ ἡμέραν σκυθρωποὶ καὶ ἀνδρώδεισ τὸ βλέμμα καὶ τὸ σχῆμα σεμνοὶ καὶ ὑπὸ τῶν ἰδιωτῶν ἀποβλεπόμενοι; (Lucian, Icaromenippus, (no name) 20:9)
  • ἢ διότι πώγωνασ ἔχουσι καὶ φιλοσοφεῖν φάσκουσι καὶ σκυθρωποί εἰσι, διὰ τοῦτο χρὴ ὑμῖν εἰκάζειν αὐτούσ; (Lucian, Piscator, (no name) 37:8)
  • ἐπὶ μὲν γὰρ τοῖσ ἀγαθοῖσ φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῖσ κακοῖσ σκυθρωποὶ γίγνονται. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 10 5:7)

Synonyms

  1. angry-looking

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION