Ancient Greek-English Dictionary Language

σφοδρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σφοδρός σφοδρή σφοδρόν

Structure: σφοδρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. vehement, violent, excessive
  2. violent, impetuous, strong, robust

Examples

  • "ἑβδόμη μὲν ἦν ἡμέρα, ὁ δὲ πυρετὸσ οἱο͂σ καῦσοσ σφοδρότατοσ. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 22:21)
  • ἢ γίνεται δὴ κατήγοροσ ἀδελφοῦ σφοδρότατοσ πρὸσ αὐτὸν ὁ προθυμότατοσ ὑπὲρ αὐτοῦ συνήγοροσ πρὸσ τοὺσ γονεῖσ γενόμενοσ. (Plutarch, De fraterno amore, section 10 1:1)
  • γίγνεται δὲ κατήγοροσ ἀδελφοῦ σφοδρότατοσ πρὸσ αὐτὸν ὁ προθυμότατοσ ὑπὲρ αὐτοῦ συνήγοροσ πρὸσ τοὺσ γονεῖσ γενόμενοσ. (Plutarch, De fraterno amore, section 10 2:1)
  • καὶ Νέρωνμὲν ὁ τῶν βασιλέων σφοδρότατοσ καὶ πλεῖστον αὑτῷ διδοὺσ καὶ πρὸσ ἅπασαν ἐξουσίαν πάντ’ ἐλάττω νενομικὼσ οὐδενὸσ ἀφείλετο τὴν εἰκόνα τῶν παρὰ μόνοισ Ῥοδίοισ τιμηθέντων· (Dio, Chrysostom, Orationes, 195:3)

Synonyms

  1. vehement

  2. violent

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION