헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σφοδρός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σφοδρός σφοδρή σφοδρόν

형태분석: σφοδρ (어간) + ος (어미)

  1. 맹렬한, 거센, 열정적인, 격렬한
  2. 강한, 강력한, 진한, 튼튼한, 힘센
  1. vehement, violent, excessive
  2. violent, impetuous, strong, robust

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σφοδρός

맹렬한 (이)가

σφοδρᾱ́

맹렬한 (이)가

σφοδρόν

맹렬한 (것)가

속격 σφοδροῦ

맹렬한 (이)의

σφοδρᾶς

맹렬한 (이)의

σφοδροῦ

맹렬한 (것)의

여격 σφοδρῷ

맹렬한 (이)에게

σφοδρᾷ

맹렬한 (이)에게

σφοδρῷ

맹렬한 (것)에게

대격 σφοδρόν

맹렬한 (이)를

σφοδρᾱ́ν

맹렬한 (이)를

σφοδρόν

맹렬한 (것)를

호격 σφοδρέ

맹렬한 (이)야

σφοδρᾱ́

맹렬한 (이)야

σφοδρόν

맹렬한 (것)야

쌍수주/대/호 σφοδρώ

맹렬한 (이)들이

σφοδρᾱ́

맹렬한 (이)들이

σφοδρώ

맹렬한 (것)들이

속/여 σφοδροῖν

맹렬한 (이)들의

σφοδραῖν

맹렬한 (이)들의

σφοδροῖν

맹렬한 (것)들의

복수주격 σφοδροί

맹렬한 (이)들이

σφοδραί

맹렬한 (이)들이

σφοδρά

맹렬한 (것)들이

속격 σφοδρῶν

맹렬한 (이)들의

σφοδρῶν

맹렬한 (이)들의

σφοδρῶν

맹렬한 (것)들의

여격 σφοδροῖς

맹렬한 (이)들에게

σφοδραῖς

맹렬한 (이)들에게

σφοδροῖς

맹렬한 (것)들에게

대격 σφοδρούς

맹렬한 (이)들을

σφοδρᾱ́ς

맹렬한 (이)들을

σφοδρά

맹렬한 (것)들을

호격 σφοδροί

맹렬한 (이)들아

σφοδραί

맹렬한 (이)들아

σφοδρά

맹렬한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνο τὸ Φρύγιον τῆσ ὀρχήσεωσ εἶδοσ, τὸ παροίνιον καὶ συμποτικόν, μετὰ μέθησ γιγνόμενον ἀγροίκων πολλάκισ πρὸσ αὔλημα γυναικεῖον ὀρχουμένων σφοδρὰ καὶ καματηρὰ ^ πηδήματα, καὶ νῦν ἔτι ταῖσ ἀγροικίαισ ἐπιπολάζοντα,^ ὑπ’ ἀγνοίασ παρέλιπον, ἀλλ’ ὅτι μηδὲν ταῦτα τῇ νῦν ὀρχήσει κοινωνεῖ. (Lucian, De saltatione, (no name) 34:4)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 34:4)

  • "ἂν δὲ τὴν διάνοιαν ἐπερείσῃσ λαβέσθαι βουλόμενοσ, ὥσπερ ἡ σφοδρὰ περίδραξισ ὕδατοσ τῷ πιέζειν εἰσ ταὐτὸ καὶ συνάγειν διαρρέον ἀπόλλυσι τὸ περιλαμβανόμενον, οὕτω τῶν παθητῶν καὶ μεταβλητῶν ἑκάστου τὴν ἄγαν ἐνάργειαν ὁ λόγοσ διώκων ἀποσφάλλεται τῇ μὲν εἰσ τὸ γιγνόμενον αὐτοῦ τῇ δ’ εἰσ τὸ φθειρόμενον, οὐδενὸσ λαβέσθαι μένοντοσ οὐδ’ ὄντοσ ὄντωσ δυνάμενοσ. (Plutarch, De E apud Delphos, section 182)

    (플루타르코스, De E apud Delphos, section 182)

  • οὐ μὴν ἀλλ’ ὅσοισ γε συμβαίνει διὰ μισοπονηρίαν ἀληθῶσ ἁλίσκεσθαι πολλάκισ ὑπ’ ὀργῆσ, τὸ ἄγαν ἀφαιρετέον αὐτῆσ καὶ τὸ ἄκρατον ἅμα τῇ σφοδρᾷ πίστει περὶ τῶν συνόντων. (Plutarch, De cohibenda ira, section 161)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 161)

  • οὐ μὴν ἀλλ’ ὅσοισ γε συμβαίνει διὰ μισοπονηρίαν ἀληθῶσ ἁλίσκεσθαι πολλάκισ ὑπ’ ὀργῆσ, τὸ ἄγαν ἀφαιρετέον αὐτῆσ καὶ τὸ ἄκρατον ἅμα τῇ σφοδρᾷ πίστει περὶ τῶν συνόντων. (Plutarch, De cohibenda ira, section 161)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 161)

  • τὰ δὲ σχήματα ἐν μὲν τῷ πολιτικῷ λόγῳ τραχέα ἐστί, σφοδρά, ἐλεγκτικά, βίαια, ἐν δὲ τῷ ἀφελεῖ ἀνειμένα, ἁπλᾶ, μηδένα ἔλεγχον μηδὲ ἐξέτασίν τινα ἐμφαίνοντα, ἀλλὰ κοινότερα καὶ ἀναπεπτωκότα· (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter 1 6:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , chapter 1 6:1)

  • καὶ ἐπεκράτει τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆσ γῆσ, καί ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸσ ἐπάνω τοῦ ὕδατοσ. (Septuagint, Liber Genesis 7:18)

    (70인역 성경, 창세기 7:18)

  • τὸ δὲ ὕδωρ ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆσ γῆσ καὶ ἐκάλυψε πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 7:19)

    (70인역 성경, 창세기 7:19)

  • ἐγένετο δέ, ἡνίκα εἰσῆλθεν Ἅβραμ εἰσ Αἴγυπτον, ἰδόντεσ οἱ Αἰγύπτιοι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ὅτι καλὴ ἦν σφόδρα, (Septuagint, Liber Genesis 12:14)

    (70인역 성경, 창세기 12:14)

  • Ἅβραμ δὲ ἦν πλούσιοσ σφόδρα κτήνεσι καὶ ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ. (Septuagint, Liber Genesis 13:2)

    (70인역 성경, 창세기 13:2)

유의어

  1. 맹렬한

  2. 강한

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION