Ancient Greek-English Dictionary Language

θερινός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θερινός θερινή θερινόν

Structure: θεριν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = qe/reios, Pind., Xen., etc.

Sense

  1. of or in summer

Examples

  • ἐπαινεῖ δὲ μάλιστα ὧν τὰ ῥεύματα πρὸσ ἀνατολὴν ἡλίου ἔρρωγε καὶ μάλιστα πρὸσ τὰσ θερινάσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 25 2:1)
  • οἱ μὲν γὰρ ἡρ́ωεσ, οἷσ ἐκέλευε θύειν, ἀρχηγέται Πλαταιέων ἦσαν, καὶ τὸ τῶν Σφραγιτίδων νυμφῶν ἄντρον ἐν μιᾷ κορυφῇ τοῦ Κιθαιρῶνόσ ἐστιν, εἰσ δυσμὰσ ἡλίου θερινὰσ τετραμμένον, ἐν ᾧ καὶ μαντεῖον ἦν πρότερον, ὥσ φασι, καὶ πολλοὶ κατείχοντο τῶν ἐπιχωρίων, οὓσ νυμφολήπτουσ προσηγόρευον. (Plutarch, , chapter 11 4:2)
  • ἐγένετο δ’ ἡ μάχη μετὰ τροπὰσ θερινὰσ περὶ τήν πανσέληνον, ᾗ καὶ πρότερον ἡμέρᾳ μέγα πάθοσ συνέβη τὸ περὶ τοὺσ Φαβίουσ· (Plutarch, Camillus, chapter 19 1:1)
  • "ἡλίου θερινάσ· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 264)
  • "ἔτι δὲ τοὺσ μὲν ἐν Συήνῃ γνώμονασ ἀσκίουσ μηκέτι φαίνεσθαι περὶ τροπὰσ θερινὰσ πολλοὺσ δὲ ὑποδεδραμηκέναι τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, ἐνίουσ δὲ ψαύειν καὶ συγκεχύσθαι πρὸσ ἀλλήλουσ, τοῦ διαστήματοσ; (Plutarch, De defectu oraculorum, section 43)

Synonyms

  1. of or in summer

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION