헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσποίησις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσποίησις προσποίησεως

형태분석: προσποιησι (어간) + ς (어미)

  1. 취득, 습득, 입수
  1. a taking something to oneself, acquisition
  2. a pretension or claim
  3. pretension

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "μάλα θαυμαστὸν ἄνδρα τὸν Ἀβδηρόθεν ἐκεῖνον Δημόκριτον, ὃσ οὕτωσ ἄρα ἐπέπειστο μηδὲν οἱο͂́ν τε εἶναι συστῆναι τοιοῦτον ὥστε, ἐπειδὴ καθείρξασ ἑαυτὸν εἰσ μνῆμα ἔξω πυλῶν ἐνταῦθα διετέλει γράφων καὶ συντάττων καὶ νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμέραν, καί τινεσ τῶν νεανίσκων ἐρεσχελεῖν αὐτὸν βουλόμενοι καὶ δειματοῦν στειλάμενοι νεκρικῶσ ^ ἐσθῆτι μελαίνῃ καὶ προσωπείοισ εἰσ τὰ κρανία μεμιμημένοισ περιστάντεσ αὐτὸν περιεχόρευον ὑπὸ πυκνῇ τῇ βάσει ἀναπηδῶντεσ, ὁ δὲ οὔτε ἔδεισεν τὴν προσποίησιν αὐτῶν οὔτε ὅλωσ ἀνέβλεψεν πρὸσ αὐτούσ, ἀλλὰ μεταξὺ γράφων, ’ παύσασθε,’ ἔφη, ’ παίζοντεσ· (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 26:6)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 26:6)

  • νῦν μὲν γὰρ ὁπότε ἤδη τέθνηκασ, οὐκ οἰεί πολλοὺσ εἶναι τοὺσ τὴν προσποίησιν ἐκείνην ἐπικερτομοῦντασ, ὁρῶντασ τὸν νεκρὸν τοῦ θεοῦ ἐκτάδην κείμενον, μυδῶντα ἤδη καὶ ἐξῳδηκότα κατὰ νόμον σωμάτων ἁπάντων; (Lucian, Dialogi mortuorum, 9:2)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 9:2)

  • κρατῶν δὲ ἐφ’ ἱκανὸν χρόνον ὑπέφαινε δισταγμὸν καὶ προσποίησιν εἶχεν ἀποροῦντοσ, μέχρι τῷ ἥπατι συναναληφθέντεσ ἐτυπώθησαν οἱ τῶν γραμμάτων χαρακτῆρεσ. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 77 1:3)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 77 1:3)

  • κρατῶν δὲ ἐφ’ ἱκανὸν χρόνον ὑπέφαινε δισταγμὸν καὶ προσποίησιν ἔχειν ἀποροῦντοσ, μέχρι τῷ ἥπατι συναναληφθέντεσ ἐτυπώθησαν οἱ τῶν γραμμάτων χαρακτῆρεσ. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 77 2:3)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 77 2:3)

  • καὶ παραυτίκα μὲν ἡδονὴν τοῦτο καὶ γέλωτα τῷ δήμῳ παρέσχεν, ὕστερον δὲ ἠγανάκτουν ὡσ καθυβρισμένον τὸ πρᾶγμα τοῦτο πρὸσ ἄνθρωπον ἀνάξιον γεγονέναι νομίζοντεσ, εἶναι γάρ τι καὶ κολάσεωσ ἀξίωμα, μᾶλλον δὲ κόλασιν τὸν ἐξοστρακισμὸν ἡγούμενοι Θουκυδίδῃ καὶ Ἀριστείδῃ καὶ τοῖσ ὁμοίοισ, Ὑπερβόλῳ δὲ τιμὴν καὶ προσποίησιν ἀλαζονείασ, εἰ διὰ μοχθηρίαν ἔπαθε ταὐτὰ τοῖσ ἀρίστοισ, ὥσ που καὶ Πλάτων ὁ κωμικὸσ εἴρηκε περὶ αὐτοῦ· (Plutarch, , chapter 11 5:1)

    (플루타르코스, , chapter 11 5:1)

유의어

  1. a pretension or claim

  2. pretension

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION