헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσποίησις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσποίησις προσποίησεως

형태분석: προσποιησι (어간) + ς (어미)

  1. 취득, 습득, 입수
  1. a taking something to oneself, acquisition
  2. a pretension or claim
  3. pretension

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ταῦτα δ’’ ὁ Σαβῖνοσ πυνθανόμενοσ καὶ φοβηθείσ, μὴ διαφθείρῃ παντάπασιν ἑαυτήν, ἐκέλευσε φράσαι κρύφα τὸν Μαρτιάλιον πρὸσ αὐτήν, ὅτι ζῇ καὶ κρύπτεται, δεῖται δ’ αὐτῆσ ὀλίγον ἐμμεῖναι τῷ πένθει, καὶ μηδὲ πιθανὴν ἐν τῇ προσποιήσει γενέσθαι. (Plutarch, Amatorius, section 2510)

    (플루타르코스, Amatorius, section 2510)

  • ταύτησ δὴ τῆσ πείρασ ἀποτυχόντεσ καὶ διαλλαγὰσ τῆσ ἔχθρασ διὰ φίλων εὑρόμενοι μετρίωσ τὴν ἀγνωμοσύνην αὐτῶν ἐνέγκαντοσ τοῦ Ταρκυνίου διὰ τὰσ ἐκ τοῦ πατρὸσ εὐεργεσίασ καὶ τὴν μετάνοιαν ἱκανὴν ὑπολαμβάνοντοσ εἶναι τῆσ προπετείασ διόρθωσιν ἔτη μὲν τρία διέμειναν ἐν τῇ προσποιήσει τῆσ φιλίασ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 73 1:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 73 1:1)

  • μὴ νῦν, ὑπολαβὼν Αἰσχίνησ οὑτοσί, μὴ νῦν ἀφίστασο, ἔφη, ἀλλ’ ὅπωσ τότε μὴ προσποιήσει. (Demosthenes, Speeches 11-20, 61:1)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 61:1)

  • οὗτοσ ὁ τὴν γαμετὴν γυναῖκα, σώφρονα καὶ τέκνων κοινωνὸν γεγονυῖαν, ἐν ταῖσ αὐταῖσ ἡμέραισ καὶ διὰ τῶν αὐτῶν φαρμάκων ἀποκτείνασ οὐδ’ ἀφοσιώσασθαι τῶν φαρμακειῶν ἀμφοτέρων τὰσ διαβολάσ, ὡσ οὐχ ὑφ’ ἑαυτοῦ γενομένων, ἠξίωσεν ἐλεεινῷ χρησάμενοσ σχήματι καὶ μικρᾷ προσποιήσει πένθουσ, ἀλλ’ εὐθὺσ ἅμα τῷ αὐτὰ διαπράξασθαι τὰ θαυμαστὰ ἔργα, πρὶν ἢ μαρανθῆναι τὰσ ὑποδεξαμένασ τὰ δύστηνα σώματα πυράσ, φίλουσ εἱστία καὶ γάμουσ ἐπετέλει καὶ τὴν ἀνδροφόνον νύμφην ἐπὶ τὸν τῆσ ἀδελφῆσ θάλαμον ἤγετο τὰσ ἀπορρήτουσ ἐμπεδῶν πρὸσ αὐτὴν ὁμολογίασ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 79 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 79 2:1)

  • αἰσθόμενοι δ’ ὑπέπεμψάν τινασ, οἳ προσποιήσει φιλίασ ἔμελλον ἐξαγγέλλειν τὸν τρόπον τῆσ ἐπιβουλῆσ. (Strabo, Geography, Book 6, chapter 3 4:3)

    (스트라본, 지리학, Book 6, chapter 3 4:3)

유의어

  1. a pretension or claim

  2. pretension

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION