προεῖπον
동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προεῖπον
형태분석:
어원: aor2 with no pres. in use, pro/fhmi, proagoreu/w being used instead
뜻
- to tell or state before, to premise
- to proclaim or declare publicly, to make proclamation
- to order or command before
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἄπειπε μέν σφι πέμψασ ὅπλα ἀρήια μὴ ἐκτῆσθαι, κέλευε δὲ σφέασ κιθῶνάσ τε ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι καὶ κοθόρνουσ ὑποδέεσθαι, πρόειπε δ’ αὐτοῖσι κιθαρίζειν τε καὶ ψάλλειν καὶ καπηλεύειν παιδεύειν τοὺσ παῖδασ. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 155 5:2)
(헤로도토스, The Histories, book 1, chapter 155 5:2)
- καὶ ἥ τε οἰκετεία εἰσ σὲ ἀποβλέπει καὶ τῶν παρόντων ἕκαστοσ ὅ τι πράξεισ ἐπιτηροῦσιν, οὐδὲ αὐτῷ δὲ ἀμελὲσ τῷ πλουσίῳ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ προεῖπέ τισι τῶν οἰκετῶν ἐπισκοπεῖν εἴ πωσ εἰσ τοὺσ παῖδασ ἢ εἰσ τὴν γυναῖκα πολλάκισ ἐκ περιωπῆσ ἀποβλέψεισ. (Lucian, De mercede, (no name) 15:3)
(루키아노스, De mercede, (no name) 15:3)
- μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐκ ἄν ἧκον, εἴ μοι προεῖπέ τισ ὡσ ἐπὶ τούτοισ παραλαμβανοίμην, λυπῆσαι 17%2 ἄλλην, καὶ ταῦτα Φιλημάτιον τὴν σορόν. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:15)
(루키아노스, Dialogi meretricii, 3:15)
- ὅταν γὰρ φῇ μὴ εἰδέναι [ἅπαντα] τὰ ὀφειλόμενα, οὐκ ἔστιν αὐτῷ δήπου [τόδ’] εἰπεῖν ὡσ προεῖπέ μοι περὶ τῶν χρε[ῶν· (Hyperides, Speeches, 20:2)
(히페레이데스, Speeches, 20:2)
- Παυσανίᾳ μὲν οὖν καὶ τοῖσ Ἕλλησι κοινῇ Τισαμενὸσ ὁ Ἠλεῖοσ ἐμαντεύσατο, καὶ προεῖπε νίκην ἀμυνομένοισ καὶ μὴ προεπιχειροῦσιν· (Plutarch, , chapter 11 2:2)
(플루타르코스, , chapter 11 2:2)
- ὁ δὲ Φρύνιχοσ προαισθόμενοσ καὶ προσδεχόμενοσ δευτέραν κατηγορίαν παρὰ τοῦ Ἀλκιβιάδου, φθάσασ αὐτὸσ προεῖπε τοῖσ Ἀθηναίοισ ὅτι μέλλουσιν ἐπιπλεῖν οἱ πολέμιοι, καὶ παρῄνεσε πρὸσ ταῖσ ναυσὶν εἶναι καὶ περιτειχίσαι τὸ στρατόπεδον. (Plutarch, , chapter 25 8:1)
(플루타르코스, , chapter 25 8:1)
유의어
-
to proclaim or declare publicly
-
to order or command before
- προστάσσω (명령하다, 지시하다, 명하다)
- κελεύω (명령하다, 지시하다)
- τάσσω (명령하다, 지시하다, 명하다)
- ἐπίταξις (명령, 지시, 칙령)
- κελευστός (정규의, 정돈된, 질서바른)
- κελευσμός (명령, 지시, 칙령)
- ἐπαγγέλλω (명령하다, 지시하다, 명하다)
- παράγγελμα (명령, 지시, 칙령)
- παραγγελία (요금, 혐의, 담당)
- ἐντολή (명령, 지시, 칙령)