Ancient Greek-English Dictionary Language

προαιρετικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: προαιρετικός προαιρετική προαιρετικόν

Structure: προαιρετικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: proaire/omai

Sense

  1. inclined to prefer, deliberately choosing
  2. purposing, intentional

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀλλ’ ἐπειδὴ πᾶσα ἀρετὴ προαιρετική τοῦτο δὲ πῶσ λέγομεν, εἴρηται πρότερον, ὅτι ἕνεκά τινοσ πάντα αἱρεῖσθαι ποιεῖ, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ οὗ ἕνεκα, τὸ καλόν, δῆλον ὅτι καὶ ἡ ἀνδρεία ἀρετή τισ οὖσα ἕνεκά τινοσ ποιήσει τὰ φοβερὰ ὑπομένειν, ὥστ’ οὔτε δι’ ἄγνοιαν ὀρθῶσ γὰρ μᾶλλον ποιεῖ κρίνειν οὔτε δι’ ἡδονήν, ἀλλ’ ὅτι καλόν, ἐπεί, ἄν γε μὴ καλὸν ᾖ ἀλλὰ μανικόν, οὐχ ὑπομένει· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 50:2)
  • ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξισ προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸσ ἡμᾶσ, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμοσ ὁρίσειεν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 65:2)
  • ὥστ’ ἐπειδὴ ἡ ἠθικὴ ἀρετὴ ἕξισ προαιρετική, ἡ δὲ προαίρεσισ ὄρεξισ βουλευτική, δεῖ διὰ ταῦτα μὲν τόν τε λόγον ἀληθῆ εἶναι καὶ τὴν ὄρεξιν ὀρθήν, εἴπερ ἡ προαίρεσισ σπουδαία, καὶ τὰ αὐτὰ τὸν μὲν φάναι τὴν δὲ διώκειν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 6 12:1)
  • οὔ, ἀλλ’ ἡ προαιρετική. (Epictetus, Works, book 2, 9:5)
  • οὐκ ἄλλη ἢ ἡ προαιρετικὴ δύναμισ. (Epictetus, Works, book 2, 11:1)

Synonyms

  1. inclined to prefer

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION