πόρος
Second declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πόρος
πόρου
Structure:
πορ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- a means of passage, passage-way, way, opening
- especially passage over a body of water: ford, strait, ferry, bridge
- a means to an end
- (biology) fiber, filament, thread
- journey
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἄκραισ ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου ‐ καὶ τίσ θαλάσσησ βουκόλοισ κοινωνία; (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode16)
- μέσον περῶσι πέλαγοσ Αἰγαίου πόρου. (Euripides, Helen, episode 6:19)
- ἄκραισ ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου. (Plutarch, De exilio, section 7 8:1)
- ἐπεὶ δὲ οἱ φυγάδεσ ἦσαν ἀπαρηγόρητοι τοῖσ ἔχουσι τὰσ κτήσεισ ἐνοχλοῦντεσ, ἥ τε πόλισ ἐκινδύνευεν ἀνάστατοσ γενέσθαι, μίαν ὁρῶν ἐλπίδα τὴν Πτολεμαίου φιλανθρωπίαν ὡρ́μησεν ἐκπλεῦσαι καὶ δεηθῆναι τοῦ βασιλέωσ ὅπωσ αὐτῷ χρήματα συμβάληται πρὸσ τὰσ διαλύσεισ, ἀνήχθη μὲν οὖν ἀπὸ Μοθώνησ ὑπὲρ Μαλέασ, ὡσ τῷ διὰ πόρου δρόμῳ χρησόμενοσ. (Plutarch, Aratus, chapter 12 1:1)
- ἡλίσκοντο δὲ δικτύων διὰ πόρου καθιεμένων εἰσ βυθόν, ὧν τὰ ἄκρα κώδωσι προσηρτημένοισ διεσήμαινεν εὐθὺσ τὸν ἐνσχεθέντα. (Plutarch, Brutus, chapter 30 4:3)
Synonyms
-
a means of passage
-
a means to an end
-
journey