헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολύπονος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολύπονος πολύπονον

형태분석: πολυπον (어간) + ος (어미)

  1. 아픈, 괴로운, 힘드는, 고생스러운
  1. much-labouring, much-suffering
  2. full of pain and suffering, painful, toilsome

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πολύπονος

(이)가

πολύπονον

(것)가

속격 πολυπόνου

(이)의

πολυπόνου

(것)의

여격 πολυπόνῳ

(이)에게

πολυπόνῳ

(것)에게

대격 πολύπονον

(이)를

πολύπονον

(것)를

호격 πολύπονε

(이)야

πολύπονον

(것)야

쌍수주/대/호 πολυπόνω

(이)들이

πολυπόνω

(것)들이

속/여 πολυπόνοιν

(이)들의

πολυπόνοιν

(것)들의

복수주격 πολύπονοι

(이)들이

πολύπονα

(것)들이

속격 πολυπόνων

(이)들의

πολυπόνων

(것)들의

여격 πολυπόνοις

(이)들에게

πολυπόνοις

(것)들에게

대격 πολυπόνους

(이)들을

πολύπονα

(것)들을

호격 πολύπονοι

(이)들아

πολύπονα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄπληστοσ ἅδε μ’ ἐξάγει χάρισ γόων πολύπονοσ, ὡσ ἐξ ἀλιβάτου πέτρασ ὑγρὰ ῥέουσα σταγὼν ἄπαυστοσ αἰεί· (Euripides, Suppliants, choral, antistrophe 31)

    (에우리피데스, Suppliants, choral, antistrophe 31)

  • ἐμὸσ ἐμὸσ ὅδε γόνοσ ὁ πολύπονοσ, <ὃσ> ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖ‐ σι Φλεγραῖον ἐσ πεδίον ἀσπιστάσ. (Euripides, Heracles, episode, lyric1)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric1)

  • ἄμπελον ἰσημερίασ ἐαρινῆσ σκάψασ μετοπωρινῆσ ἐτρύγησε, πυρὸν ἔσπειρε δυομένησ Πλειάδοσ εἶτ’ ἀνατελλούσησ θερίζει, βόεσ καὶ ἵπποι καὶ ὄρνιθεσ ἕτοιμα τίκτουσιν ἐπὶ τὰσ χρείασ ἀνθρώπου δ’ ἡ μὲν ἐκτροφὴ πολύπονοσ ἡ δ’ αὔξησισ βραδεῖα, τῆσ δ’ ἀρετῆσ μακρὰν οὔσησ προαποθνῄσκουσιν οἱ πλεῖστοι πατέρεσ. (Plutarch, De amore prolis, section 4 6:4)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 4 6:4)

  • ἀνθρώπου δ’ ἡ μὲν ἐκτροφὴ πολύπονοσ ἡ δ’ αὔξησισ βραδεῖα, τῆσ δ’ ἀρετῆσ μακρὰν οὔσησ προαποθνῄσκουσιν οἱ πλεῖστοι πατέρεσ. (Plutarch, De amore prolis, section 4 2:5)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 4 2:5)

  • ὦ Πέλοποσ ἁ πρόσθεν πολύπονοσ ἱππεία, ὡσ ἔμολεσ αἰανὴσ τᾷδε γᾷ. (Sophocles, choral, epode1)

    (소포클레스, choral, epode1)

유의어

  1. much-labouring

  2. 아픈

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION