- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαλγής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: dialgēs 고전 발음: [디알게:] 신약 발음: [디알게]

기본형: διαλγής διαλγές

형태분석: διαλγη (어간) + ς (어미)

어원: ἄλγος

  1. 고통스러운, 괴로운
  1. grievous
  2. suffering great pain

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 διαλγής

고통스러운 (이)가

δίαλγες

고통스러운 (것)가

속격 διαλγούς

고통스러운 (이)의

διάλγους

고통스러운 (것)의

여격 διαλγεί

고통스러운 (이)에게

διάλγει

고통스러운 (것)에게

대격 διαλγή

고통스러운 (이)를

δίαλγες

고통스러운 (것)를

호격 διαλγές

고통스러운 (이)야

δίαλγες

고통스러운 (것)야

쌍수주/대/호 διαλγεί

고통스러운 (이)들이

διάλγει

고통스러운 (것)들이

속/여 διαλγοίν

고통스러운 (이)들의

διάλγοιν

고통스러운 (것)들의

복수주격 διαλγείς

고통스러운 (이)들이

διάλγη

고통스러운 (것)들이

속격 διαλγών

고통스러운 (이)들의

διάλγων

고통스러운 (것)들의

여격 διαλγέσι(ν)

고통스러운 (이)들에게

διάλγεσι(ν)

고통스러운 (것)들에게

대격 διαλγείς

고통스러운 (이)들을

διάλγη

고통스러운 (것)들을

호격 διαλγείς

고통스러운 (이)들아

διάλγη

고통스러운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 διαλγής

διαλγούς

고통스러운 (이)의

διαλγέστερος

διαλγεστέρου

더 고통스러운 (이)의

διαλγέστατος

διαλγεστάτου

가장 고통스러운 (이)의

부사 διαλγέως

διαλγέστερον

διαλγέστατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔτι θερμὴ καὶ διαλγὴς καὶ κραδαινομένη τοῖς πόνοις οὐχ ὑπερέβη τὸ νήπιον οὐδ ἔφυγεν, ἀλλ ἐπεστράφη καὶ προσεμειδίασε καὶ ἀνείλετο καὶ ἠσπάσατο, μηδὲν ἡδὺ καρπουμένη μηδὲ χρήσιμον ἀλλ ἐπιπόνως καὶ ταλαιπώρως ἀναδεχομένη, τῶν σπαργάνων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψήχουσα, καὶ πόνῳ πόνον ἐκ νυκτὸς ἀλλάσσουσα τὸν μεθ ἡμέραν. (Plutarch, De amore prolis, section 4 1:3)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 4 1:3)

  • ἑστιάσας δὲ λαμπρῶς τοὺς περὶ Νέαρχον, εἶτα λουσάμενος, ὥσπερ εἰώθει μέλλων καθεύδειν, Μηδίου δεηθέντος ᾤχετο κωμασόμενος πρὸς αὐτόν κἀκεῖ πιὼν ὅλην τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἤρξατο πυρέττειν, οὔτε σκύφον Ἡρακλέους ἐκπιὼν οὔτε ἄφνω διαλγὴς γενόμενος τὸ μετάφρενον ὥσπερ λόγχῃ πεπληγώς, ἀλλὰ ταῦτά τινες ᾤοντο δεῖν γράφειν ὥσπερ δράματος μεγάλου τραγικὸν ἐξόδιον καὶ περιπαθὲς πλάσαντες. (Plutarch, Alexander, chapter 75 3:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 75 3:1)

  • διαλγὴς <δ > ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον παναρκέτας νόσου βρύειν. (Aeschylus, Libation Bearers, choral, strophe 32)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, choral, strophe 32)

유의어

  1. 고통스러운

  2. suffering great pain

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION