헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσβάστακτος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δυσβάστακτος δυσβάστακτον

형태분석: δυσβαστακτ (어간) + ος (어미)

어원: basta/zw

  1. grievous to bear

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 δυσβάστακτος

(이)가

δυσβάστακτον

(것)가

속격 δυσβαστάκτου

(이)의

δυσβαστάκτου

(것)의

여격 δυσβαστάκτῳ

(이)에게

δυσβαστάκτῳ

(것)에게

대격 δυσβάστακτον

(이)를

δυσβάστακτον

(것)를

호격 δυσβάστακτε

(이)야

δυσβάστακτον

(것)야

쌍수주/대/호 δυσβαστάκτω

(이)들이

δυσβαστάκτω

(것)들이

속/여 δυσβαστάκτοιν

(이)들의

δυσβαστάκτοιν

(것)들의

복수주격 δυσβάστακτοι

(이)들이

δυσβάστακτα

(것)들이

속격 δυσβαστάκτων

(이)들의

δυσβαστάκτων

(것)들의

여격 δυσβαστάκτοις

(이)들에게

δυσβαστάκτοις

(것)들에게

대격 δυσβαστάκτους

(이)들을

δυσβάστακτα

(것)들을

호격 δυσβάστακτοι

(이)들아

δυσβάστακτα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βαρὺ λίθοσ καὶ δυσβάστακτον ἄμμοσ, ὀργὴ δὲ ἄφρονοσ βαρυτέρα ἀμφοτέρων. (Septuagint, Liber Proverbiorum 27:3)

    (70인역 성경, 잠언 27:3)

  • ἢ φοβοῦνται τὸν πυρὸν ἐν ξηρῷ τρίβειν διὰ τοὺσ μύρμηκασ, εὐθὺσ γὰρ ἐπιτίθενται, εἰσ δὲ κριθὰσ ἧττον φέρονται, δυσβάστακτοι γάρ εἰσι καὶ δυσπαρακόμιστοι διὰ μέγεθοσ; (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 16 3:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 16 3:1)

  • ὁ δὲ εἶπεν Καὶ ὑμῖν τοῖσ νομικοῖσ οὐαί, ὅτι φορτίζετε τοὺσ ἀνθρώπουσ φορτία δυσβάστακτα, καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖσ φορτίοισ. (, chapter 3 555:1)

    (, chapter 3 555:1)

유의어

  1. grievous to bear

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION