헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαρύποτμος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βαρύποτμος βαρύποτμη βαρύποτμον

형태분석: βαρυποτμ (어간) + ος (어미)

어원: = barudai/mwn

  1. 고통스러운, 괴로운
  1. grievous

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 βαρύποτμος

고통스러운 (이)가

βαρύπότμη

고통스러운 (이)가

βαρύποτμον

고통스러운 (것)가

속격 βαρυπότμου

고통스러운 (이)의

βαρύπότμης

고통스러운 (이)의

βαρυπότμου

고통스러운 (것)의

여격 βαρυπότμῳ

고통스러운 (이)에게

βαρύπότμῃ

고통스러운 (이)에게

βαρυπότμῳ

고통스러운 (것)에게

대격 βαρύποτμον

고통스러운 (이)를

βαρύπότμην

고통스러운 (이)를

βαρύποτμον

고통스러운 (것)를

호격 βαρύποτμε

고통스러운 (이)야

βαρύπότμη

고통스러운 (이)야

βαρύποτμον

고통스러운 (것)야

쌍수주/대/호 βαρυπότμω

고통스러운 (이)들이

βαρύπότμᾱ

고통스러운 (이)들이

βαρυπότμω

고통스러운 (것)들이

속/여 βαρυπότμοιν

고통스러운 (이)들의

βαρύπότμαιν

고통스러운 (이)들의

βαρυπότμοιν

고통스러운 (것)들의

복수주격 βαρύποτμοι

고통스러운 (이)들이

βαρύ́ποτμαι

고통스러운 (이)들이

βαρύποτμα

고통스러운 (것)들이

속격 βαρυπότμων

고통스러운 (이)들의

βαρύποτμῶν

고통스러운 (이)들의

βαρυπότμων

고통스러운 (것)들의

여격 βαρυπότμοις

고통스러운 (이)들에게

βαρύπότμαις

고통스러운 (이)들에게

βαρυπότμοις

고통스러운 (것)들에게

대격 βαρυπότμους

고통스러운 (이)들을

βαρύπότμᾱς

고통스러운 (이)들을

βαρύποτμα

고통스러운 (것)들을

호격 βαρύποτμοι

고통스러운 (이)들아

βαρύ́ποτμαι

고통스러운 (이)들아

βαρύποτμα

고통스러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ Περσεὺσ μὲν ἀποβαλὼν Μακεδονίαν αὐτόσ τε κατεθρήνει τὸν ἑαυτοῦ δαίμονα καὶ πᾶσιν ἐδόκει δυστυχέστατοσ ἀνθρώπων γεγονέναι καὶ βαρυποτμότατοσ· (Plutarch, De tranquilitate animi, section 16 3:2)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 16 3:2)

  • ἀλλὰ Περσεὺσ μὲν ἀποβαλὼν Μακεδονίαν αὐτόσ τε κατεθρήνει τὸν ἑαυτοῦ δαίμονα καὶ πᾶσιν ἐδόκει δυστυχέστατοσ ἀνθρώπων γεγονέναι καὶ βαρυποτμότατοσ· (Plutarch, De tranquilitate animi, section 16 10:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 16 10:1)

  • σύ τοι σύ τοι κατηξίωσασ, ὦ βαρύποτμε, κοὐκ ἄλλοθεν ἔχει τύχᾳ τᾷδ’ ἀπὸ μείζονοσ, εὖτέ γε παρὸν φρονῆσαι τοῦ λῴονοσ δαίμονοσ εἵλου τὸ κάκιον αἰνεῖν. (Sophocles, Philoctetes, choral, strophe 11)

    (소포클레스, 필록테테스, choral, strophe 11)

  • τίνασ ἂν εἴποι λόγουσ πρὸσ Πρόκνην τὴν ἀδελφὴν Φιλομήλη σόσ με πόσισ κακοεργὸσ ἐνὶ σπήλυγγι βαθείῃ μουνώσασ βαρύποτμον, ἐμὴν ἀπέκερσε κορείην στυγνὰ δέ μοι πόρεν ἕδνα πολυτλήτοιο γάμοιο· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4511)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4511)

  • Οἰνώνη δὲ χόλῳ φρένασ ἔζεεν, ἔζεε πικρῷ ζήλῳ θυμὸν ἔδουσα, Πάριν δ’ ἐδόκευε λαθοῦσα ὄμματι μαινομένῳ κρυφίην δ’ ἤγγειλεν ἀπειλήν, δεξιτερῇ βαρύποτμον ἀναινομένη παρακοίτην, αἰδομένῳ μὲν ἐοίκεν ὁ βουκόλοσ, εἶχε δ’ ὀπωπὴν πλαζομένην ἑτέρωσε δυσίμεροσ· (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 43:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 43:1)

유의어

  1. 고통스러운

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION