헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολεμίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολεμίζω

형태분석: πολεμίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 싸우다, 다투다, 교전하다, 논쟁하다, ~와 비교하다
  1. to wage war, make war, fight, with
  2. to fight with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πολεμίζω

(나는) 싸운다

πολεμίζεις

(너는) 싸운다

πολεμίζει

(그는) 싸운다

쌍수 πολεμίζετον

(너희 둘은) 싸운다

πολεμίζετον

(그 둘은) 싸운다

복수 πολεμίζομεν

(우리는) 싸운다

πολεμίζετε

(너희는) 싸운다

πολεμίζουσιν*

(그들은) 싸운다

접속법단수 πολεμίζω

(나는) 싸우자

πολεμίζῃς

(너는) 싸우자

πολεμίζῃ

(그는) 싸우자

쌍수 πολεμίζητον

(너희 둘은) 싸우자

πολεμίζητον

(그 둘은) 싸우자

복수 πολεμίζωμεν

(우리는) 싸우자

πολεμίζητε

(너희는) 싸우자

πολεμίζωσιν*

(그들은) 싸우자

기원법단수 πολεμίζοιμι

(나는) 싸우기를 (바라다)

πολεμίζοις

(너는) 싸우기를 (바라다)

πολεμίζοι

(그는) 싸우기를 (바라다)

쌍수 πολεμίζοιτον

(너희 둘은) 싸우기를 (바라다)

πολεμιζοίτην

(그 둘은) 싸우기를 (바라다)

복수 πολεμίζοιμεν

(우리는) 싸우기를 (바라다)

πολεμίζοιτε

(너희는) 싸우기를 (바라다)

πολεμίζοιεν

(그들은) 싸우기를 (바라다)

명령법단수 πολέμιζε

(너는) 싸우어라

πολεμιζέτω

(그는) 싸우어라

쌍수 πολεμίζετον

(너희 둘은) 싸우어라

πολεμιζέτων

(그 둘은) 싸우어라

복수 πολεμίζετε

(너희는) 싸우어라

πολεμιζόντων, πολεμιζέτωσαν

(그들은) 싸우어라

부정사 πολεμίζειν

싸우는 것

분사 남성여성중성
πολεμιζων

πολεμιζοντος

πολεμιζουσα

πολεμιζουσης

πολεμιζον

πολεμιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πολεμίζομαι

(나는) 싸워진다

πολεμίζει, πολεμίζῃ

(너는) 싸워진다

πολεμίζεται

(그는) 싸워진다

쌍수 πολεμίζεσθον

(너희 둘은) 싸워진다

πολεμίζεσθον

(그 둘은) 싸워진다

복수 πολεμιζόμεθα

(우리는) 싸워진다

πολεμίζεσθε

(너희는) 싸워진다

πολεμίζονται

(그들은) 싸워진다

접속법단수 πολεμίζωμαι

(나는) 싸워지자

πολεμίζῃ

(너는) 싸워지자

πολεμίζηται

(그는) 싸워지자

쌍수 πολεμίζησθον

(너희 둘은) 싸워지자

πολεμίζησθον

(그 둘은) 싸워지자

복수 πολεμιζώμεθα

(우리는) 싸워지자

πολεμίζησθε

(너희는) 싸워지자

πολεμίζωνται

(그들은) 싸워지자

기원법단수 πολεμιζοίμην

(나는) 싸워지기를 (바라다)

πολεμίζοιο

(너는) 싸워지기를 (바라다)

πολεμίζοιτο

(그는) 싸워지기를 (바라다)

쌍수 πολεμίζοισθον

(너희 둘은) 싸워지기를 (바라다)

πολεμιζοίσθην

(그 둘은) 싸워지기를 (바라다)

복수 πολεμιζοίμεθα

(우리는) 싸워지기를 (바라다)

πολεμίζοισθε

(너희는) 싸워지기를 (바라다)

πολεμίζοιντο

(그들은) 싸워지기를 (바라다)

명령법단수 πολεμίζου

(너는) 싸워져라

πολεμιζέσθω

(그는) 싸워져라

쌍수 πολεμίζεσθον

(너희 둘은) 싸워져라

πολεμιζέσθων

(그 둘은) 싸워져라

복수 πολεμίζεσθε

(너희는) 싸워져라

πολεμιζέσθων, πολεμιζέσθωσαν

(그들은) 싸워져라

부정사 πολεμίζεσθαι

싸워지는 것

분사 남성여성중성
πολεμιζομενος

πολεμιζομενου

πολεμιζομενη

πολεμιζομενης

πολεμιζομενον

πολεμιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπολέμιζον

(나는) 싸우고 있었다

ἐπολέμιζες

(너는) 싸우고 있었다

ἐπολέμιζεν*

(그는) 싸우고 있었다

쌍수 ἐπολεμίζετον

(너희 둘은) 싸우고 있었다

ἐπολεμιζέτην

(그 둘은) 싸우고 있었다

복수 ἐπολεμίζομεν

(우리는) 싸우고 있었다

ἐπολεμίζετε

(너희는) 싸우고 있었다

ἐπολέμιζον

(그들은) 싸우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπολεμιζόμην

(나는) 싸워지고 있었다

ἐπολεμίζου

(너는) 싸워지고 있었다

ἐπολεμίζετο

(그는) 싸워지고 있었다

쌍수 ἐπολεμίζεσθον

(너희 둘은) 싸워지고 있었다

ἐπολεμιζέσθην

(그 둘은) 싸워지고 있었다

복수 ἐπολεμιζόμεθα

(우리는) 싸워지고 있었다

ἐπολεμίζεσθε

(너희는) 싸워지고 있었다

ἐπολεμίζοντο

(그들은) 싸워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρὸσ Ἀριστομάχην δὲ χρόνου πολλοῦ, πρὸσ ἐκείνην τὴν Μαραθῶνι, καὶ Ξτρατονίκην ὑμῶν οὐδεὶσ οὐδ’ ἐγχειρεῖ πολεμίζειν. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parabasis, parabasis14)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Parabasis, parabasis14)

  • Λάρισαν δ’ ἐπὶ τοῖσι λιπὼν Πολύφημοσ ἵκανεν Εἰλατίδησ, ὃσ πρὶν μὲν ἐρισθενέων Λαπιθάων, ὁππότε Κενταύροισ Λαπίθαι ἐπὶ θωρήσσοντο, ὁπλότεροσ πολέμιζε· (Apollodorus, Argonautica, book 1 1:13)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 1:13)

  • οὐδ’ ἂν ἐγὼ Κόλχοισιν ὑπείξω μὴ πολεμίζειν ἀντιβίην, ὅτε μή με διὲξ εἰῶσι νέεσθαι. (Apollodorus, Argonautica, book 4 7:39)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 4 7:39)

  • εἴ τινα πώποτ’ ἄκουσασ Ἐνυαλίου φίλον υἱὸν, καὶ κρατερὸν δυνάμει καὶ θαρσαλέον πολεμίζειν, Ἕκτορα τὸν Πριάμοιο νόει μοῦνον γεγενῆσθαι, ὅν ποτε μαρνάμενον Διομήδησ ἔκτανεν ἀνήρ, αἰάσ πρὸ Τρώων Δαναοῖσι μάχην προφέροντα· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 291)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 291)

  • ἑρ́δων δ’ ὄβριμα ἔργα διδασκέσθω πολεμίζειν, μηδ’ ἐκτὸσ βελέων ἑστάτω ἀσπίδ’ ἔχων. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 153)

    (작자 미상, 비가, , 153)

  • ὃ δ’ ἀλλοδαπῷ ἐνὶ δήμῳ εἵνεκα ῥιγεδανῆσ Ἑλένησ Τρωσὶν πολεμίζω· (Homer, Iliad, Book 19 26:7)

    (호메로스, 일리아스, Book 19 26:7)

유의어

  1. 싸우다

  2. to fight with

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION