Ancient Greek-English Dictionary Language

πιθανός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πιθανός

Structure: πιθαν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pei/qw

Sense

  1. persuasive, influential, winning
  2. plausible, credible
  3. (art) true to nature, natural
  4. easy to persuade, credulous
  5. obedient, docile

Examples

  • , ἕνα μὲν τιναβραχύν, πρεσβύτην, ὑπόπαχυν, προγάστορα, ῥινόσιμον, ὦτα μεγάλα ὄρθια ἔχοντα, ὑπότρομον, νάρθηκι ἐπερειδόμενον, ἐπ’ ὄνου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα, ἐν κροκωτῷ καὶ τοῦτον, πάνυ πιθανόν τινα συνταγματάρχην αὐτοῦ· (Lucian, (no name) 2:3)
  • οὐ μέντοι μικρὸν οὐδὲ ἁπλοῦν ἐστι τοῦτο, ὡσ ἄν τισ ὑπολάβοι, ἀλλὰ πολλῆσ μὲν τέχνησ, οὐκ ὀλίγησ δὲ ἀγχινοίασ, ἀκριβοῦσ δέ τινοσ ἐπιμελείασ δεόμενον οὐ γὰρ ἂν τοσαῦτα ἔβλαπτεν ἡ διαβολή, εἰ μὴ πιθανόν τινα τρόπον ἐγίνετο· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 11:1)
  • οὐδ’ ἂν κατίσχυε τὴν πάντων ἰσχυροτέραν ἀλήθειαν, εἰ μὴ πολὺ τὸ ἐπαγωγὸν καὶ πιθανὸν καὶ μυρία ἄλλα παρεσκεύαστο κατὰ τῶν ἀκουόντων. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 11:2)
  • ἐὰν δὲ μήτε τὸ χάριεν ὅμοιον εὑρίσκῃ μήτε τὸ πιθανὸν καὶ τὸ τῶν ὀνομάτων ἀκριβὲσ μήτε τὸ τῆσ ἀληθείασ ἁπτόμενον, ἐν τοῖσ Δεινάρχου λόγοισ αὐτοὺσ ἐάτω. (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 7 1:1)
  • πιθανὸν δ’ ἂν εἰή ἄνδρα θεοῖσ ἀνακείμενον καθαρωτέρᾳ διαίτῃ χρώμενον ἐπὶ μήκιστον βιῶναι. (Lucian, Macrobii, (no name) 3:3)

Synonyms

  1. true to nature

  2. easy to persuade

  3. obedient

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION