Ancient Greek-English Dictionary Language

πιθανός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πιθανός

Structure: πιθαν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pei/qw

Sense

  1. persuasive, influential, winning
  2. plausible, credible
  3. (art) true to nature, natural
  4. easy to persuade, credulous
  5. obedient, docile

Examples

  • τετραπλεύρῳ δέ, ἐπειδὰν πάντοθεν οἱ πολέμιοι ἐπιστήσεσθαι πιθανοὶ δοκῶσι. (Arrian, chapter 28 7:3)
  • ἀλλὰ ἤνεγκα ἄν, εἰ πιθανοὶ γοῦν ἦσαν καὶ ἐπὶ τῆσ ὑποκρίσεωσ αὐτῆσ· (Lucian, Piscator, (no name) 37:9)
  • πιθανοὶ μὲν οὖν οὐχ ἧττον οἱ λόγοι οἱ διὰ τῶν παραδειγμάτων, θορυβοῦνται δὲ μᾶλλον οἱ ἐνθυμηματικοί· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 2 10:4)
  • πιθανοῖ δὲ τὸ πρᾶγμα καὶ ἡ οἰκεία λέξισ· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 7 4:1)
  • ὦ Ζεῦ καὶ πάντεσ θεοί, οἱούσ ἄρα ἡμεῖσ ἔχομεν ἄνδρασ ἑταίρουσ, οἵ γε εὐθεράπευτοι μὲν οὕτωσ εἰσὶν ὥστ’ εἶναι αὐτῶν καὶ μικρῷ ὄψῳ παμπόλλουσ φίλουσ ἀνακτήσασθαι, πιθανοὶ δ’ οὕτωσ εἰσί τινεσ ὥστε πρὶν εἰδέναι τὸ προσταττόμενον πρότερον πείθονται. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 11:3)

Synonyms

  1. true to nature

  2. easy to persuade

  3. obedient

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION