περιπέμπω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
περιπέμπω
περιπέμψω
형태분석:
περι
(접두사)
+
πέμπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to send round, dispatch in all directions
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἄλλων δὲ ἀλλαχοῦ διασπαρέντων ὁ Ἀντίπατροσ περιέπεμπε τοὺσ συλλαμβάνοντασ, ὧν ἡγεμὼν ἦν Ἀρχίασ ὁ κληθεὶσ Φυγαδοθήρασ. (Plutarch, Demosthenes, chapter 28 2:2)
(플루타르코스, Demosthenes, chapter 28 2:2)
- πεισθέντων δὲ αὐτῶν ἅμα μὲν ἀγγέλουσ περιέπεμπε τὰσ δυνάμεισ ἐκ τῶν χειμαδίων καὶ τοὺσ ἄλλουσ ἀθροίζεσθαι κατὰ τάχοσ κελεύων, ἅμα δὲ αὐτὸσ ἐξιππασάμενοσ μετὰ τῶν ἄλλων ἡγεμόνων, καὶ τόπον ἐξ ἀπόπτου καταφανῆ τοῖσ ὁδεύουσι τὴν ἔρημον περιβαλόμενοσ καὶ διαμετρήσασ, ἐκέλευε πυρὰ πολλὰ καίειν ἐν διαστήμασιν, ὥσπερ οἱ στρατοπεδεύοντεσ. (Plutarch, chapter 15 5:2)
(플루타르코스, chapter 15 5:2)
- οὐδὲν γὰρ ἁμάρτημα Πομπηϊού μεῖζον οὐδὲ δεινότερον στρατήγημα Καίσαροσ ἢ τὸ τὴν μάχην οὕτω μακρὰν ἀποσπάσασθαι τῆσ ναυτικῆσ βοηθείασ, οὐ μὴν ἀλλ’ ἐκ τῶν παρόντων κρίνειν τι καὶ πράττειν ἀναγκαζόμενοσ, ἐπὶ τὰσ πόλεισ περιέπεμπε τὰσ δ’ αὐτὸσ περιπλέων ᾔτει χρήματα καὶ ναῦσ ἐπλήρου. (Plutarch, Pompey, chapter 76 3:1)
(플루타르코스, Pompey, chapter 76 3:1)
- Βρέννοσ δὲ καὶ ὅσοι Κελτῶν ἦσαν ὑπ’ ἐκείνῳ, νομίσαντεσ ὑβρίσθαι καὶ χαλεπῶσ ἐνεγκόντεσ ἐσ τοὺσ ἄλλουσ Κελτοὺσ περιέπεμπον, ἀξιοῦντεσ αὐτοὺσ συνεφάψασθαι τοῦδε τοῦ πολέμου. (Appian, The Foreign Wars, chapter 5:15)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 5:15)
- Καρχηδονίων δ’ οἱ στρατηγοὶ δύο ὄντε λοιπὼ καὶ δύο Ἀσδρούβα, ὁ μὲν τοῦ Ἀμίλχαροσ πορρωτάτω παρὰ Κελτίβηρσιν ἐξενολόγει, ὁ δὲ τοῦ Γέσκωνοσ ἐσ μὲν τὰσ πόλεισ τὰσ ἔτι βεβαίουσ περιέπεμπεν, ἀξιῶν Καρχηδονίοισ ἐμμένειν ὡσ στρατιᾶσ ἐλευσομένησ αὐτίκα ἀπείρου τὸ πλῆθοσ, Μάγωνα δ’ ἕτερον ἐσ τὰ πλησίον περιέπεμπε ξενολογεῖν ὁπόθεν δυνηθείη, καὶ αὐτὸσ ἐσ τὴν Λέρσα γῆν τῶν ἀφισταμένων ἐνέβαλε, καί τινα αὐτῶν πόλιν ἔμελλε πολιορκήσειν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 5 1:3)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 5 1:3)
파생어
- ἀναπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἀποπέμπω (개가하다, 이혼하다, 무시하다)
- διαπέμπω (전달하다, 보내다, 전송하다)
- εἰσπέμπω (가져오다, 안으로 보내다, 안에 넣다)
- ἐκπέμπω (출발하다, 떠나다, 떠나가다)
- ἐπιπέμπω (to send besides or again, to send upon or to, to send upon or against)
- καταπέμπω (추진하다, 진척시키다, 파견하다)
- μεταπέμπω (소환하다, 부르다, 불러내다)
- παραπέμπω (호위하다, 인도하다, 우회시키다)
- πέμπω (보내다, 추진하다, 진척시키다)
- προαποπέμπω (to send away before)
- προεκπέμπω (to send out before)
- προπέμπω (야기시키다, 유발시키다, 불러일으키다)
- προσαποπέμπω (to send away or off besides)
- προσεκπέμπω (to send away besides)
- προσπέμπω (보내다, 있다, 돌보다)
- συμπέμπω (to send with or at the same time, to help in conducting)
- συναναπέμπω (to send up together)
- συναποπέμπω (to send off together)
- συνεκπέμπω (to send out together)
- ὑπεκπέμπω (to send out secretly, I was sent out secretly)
- ὑποπέμπω (to send under, to be sent beneath, to send secretly: to send as a spy)