- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

περιβάλλω?

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration: periballō

Principal Part: περιβάλλω περιβαλῶ περιέβαλον

Structure: περι (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to throw round, about, or over, put on or over
  2. (figuratively) to put round or upon a person, to invest them with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιβάλλω περιβάλλεις περιβάλλει
Dual περιβάλλετον περιβάλλετον
Plural περιβάλλομεν περιβάλλετε περιβάλλουσι(ν)
SubjunctiveSingular περιβάλλω περιβάλλῃς περιβάλλῃ
Dual περιβάλλητον περιβάλλητον
Plural περιβάλλωμεν περιβάλλητε περιβάλλωσι(ν)
OptativeSingular περιβάλλοιμι περιβάλλοις περιβάλλοι
Dual περιβάλλοιτον περιβαλλοίτην
Plural περιβάλλοιμεν περιβάλλοιτε περιβάλλοιεν
ImperativeSingular περιβάλλε περιβαλλέτω
Dual περιβάλλετον περιβαλλέτων
Plural περιβάλλετε περιβαλλόντων, περιβαλλέτωσαν
Infinitive περιβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιβαλλων περιβαλλοντος περιβαλλουσα περιβαλλουσης περιβαλλον περιβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιβάλλομαι περιβάλλει, περιβάλλῃ περιβάλλεται
Dual περιβάλλεσθον περιβάλλεσθον
Plural περιβαλλόμεθα περιβάλλεσθε περιβάλλονται
SubjunctiveSingular περιβάλλωμαι περιβάλλῃ περιβάλληται
Dual περιβάλλησθον περιβάλλησθον
Plural περιβαλλώμεθα περιβάλλησθε περιβάλλωνται
OptativeSingular περιβαλλοίμην περιβάλλοιο περιβάλλοιτο
Dual περιβάλλοισθον περιβαλλοίσθην
Plural περιβαλλοίμεθα περιβάλλοισθε περιβάλλοιντο
ImperativeSingular περιβάλλου περιβαλλέσθω
Dual περιβάλλεσθον περιβαλλέσθων
Plural περιβάλλεσθε περιβαλλέσθων, περιβαλλέσθωσαν
Infinitive περιβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιβαλλομενος περιβαλλομενου περιβαλλομενη περιβαλλομενης περιβαλλομενον περιβαλλομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to throw round

Derived

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION