Ancient Greek-English Dictionary Language

παροξύνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παροξύνω παροξυνῶ

Structure: παρ (Prefix) + ὀξύν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to urge, prick or spur on, stimulate
  2. to anger, provoke, irritate, exasperate, to be provoked

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παροξύνω παροξύνεις παροξύνει
Dual παροξύνετον παροξύνετον
Plural παροξύνομεν παροξύνετε παροξύνουσιν*
SubjunctiveSingular παροξύνω παροξύνῃς παροξύνῃ
Dual παροξύνητον παροξύνητον
Plural παροξύνωμεν παροξύνητε παροξύνωσιν*
OptativeSingular παροξύνοιμι παροξύνοις παροξύνοι
Dual παροξύνοιτον παροξυνοίτην
Plural παροξύνοιμεν παροξύνοιτε παροξύνοιεν
ImperativeSingular παρόξυνε παροξυνέτω
Dual παροξύνετον παροξυνέτων
Plural παροξύνετε παροξυνόντων, παροξυνέτωσαν
Infinitive παροξύνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παροξυνων παροξυνοντος παροξυνουσα παροξυνουσης παροξυνον παροξυνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παροξύνομαι παροξύνει, παροξύνῃ παροξύνεται
Dual παροξύνεσθον παροξύνεσθον
Plural παροξυνόμεθα παροξύνεσθε παροξύνονται
SubjunctiveSingular παροξύνωμαι παροξύνῃ παροξύνηται
Dual παροξύνησθον παροξύνησθον
Plural παροξυνώμεθα παροξύνησθε παροξύνωνται
OptativeSingular παροξυνοίμην παροξύνοιο παροξύνοιτο
Dual παροξύνοισθον παροξυνοίσθην
Plural παροξυνοίμεθα παροξύνοισθε παροξύνοιντο
ImperativeSingular παροξύνου παροξυνέσθω
Dual παροξύνεσθον παροξυνέσθων
Plural παροξύνεσθε παροξυνέσθων, παροξυνέσθωσαν
Infinitive παροξύνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παροξυνομενος παροξυνομενου παροξυνομενη παροξυνομενης παροξυνομενον παροξυνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • περαινομένου δὲ τοῦ ἴχνουσ διαλιπόντα μὴ πολὺ καὶ τὰσ ἄλλασ ἀφιέναι κατὰ μίαν, καὶ ἕπεσθαι μὴ ἐγκείμενον, ὀνομαστὶ ἑκάστην προσαγορεύοντα, μὴ πολλά, ἵνα μὴ παροξύνωνται πρὸ τοῦ καιροῦ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 6 17:2)
  • οὐ γὰρ ἀπορήσειν χρημάτων, ἐὰν ὁμονοῶσιν ἐφ’ οὓσ δεῖ πορίζειν καὶ μὴ παροξύνωνται κατὰ τοῦ πορίζοντοσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 765:2)

Synonyms

  1. to urge

  2. to anger

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION