Ancient Greek-English Dictionary Language

παρακαταβάλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παρακαταβάλλω παρακαταβαλῶ παρακατέβαλον

Structure: παρα (Prefix) + κατα (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to throw down beside, put, on
  2. to make a special claim, deposited a sum of money

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρακαταβάλλω παρακαταβάλλεις παρακαταβάλλει
Dual παρακαταβάλλετον παρακαταβάλλετον
Plural παρακαταβάλλομεν παρακαταβάλλετε παρακαταβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular παρακαταβάλλω παρακαταβάλλῃς παρακαταβάλλῃ
Dual παρακαταβάλλητον παρακαταβάλλητον
Plural παρακαταβάλλωμεν παρακαταβάλλητε παρακαταβάλλωσιν*
OptativeSingular παρακαταβάλλοιμι παρακαταβάλλοις παρακαταβάλλοι
Dual παρακαταβάλλοιτον παρακαταβαλλοίτην
Plural παρακαταβάλλοιμεν παρακαταβάλλοιτε παρακαταβάλλοιεν
ImperativeSingular παρακαταβάλλε παρακαταβαλλέτω
Dual παρακαταβάλλετον παρακαταβαλλέτων
Plural παρακαταβάλλετε παρακαταβαλλόντων, παρακαταβαλλέτωσαν
Infinitive παρακαταβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρακαταβαλλων παρακαταβαλλοντος παρακαταβαλλουσα παρακαταβαλλουσης παρακαταβαλλον παρακαταβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρακαταβάλλομαι παρακαταβάλλει, παρακαταβάλλῃ παρακαταβάλλεται
Dual παρακαταβάλλεσθον παρακαταβάλλεσθον
Plural παρακαταβαλλόμεθα παρακαταβάλλεσθε παρακαταβάλλονται
SubjunctiveSingular παρακαταβάλλωμαι παρακαταβάλλῃ παρακαταβάλληται
Dual παρακαταβάλλησθον παρακαταβάλλησθον
Plural παρακαταβαλλώμεθα παρακαταβάλλησθε παρακαταβάλλωνται
OptativeSingular παρακαταβαλλοίμην παρακαταβάλλοιο παρακαταβάλλοιτο
Dual παρακαταβάλλοισθον παρακαταβαλλοίσθην
Plural παρακαταβαλλοίμεθα παρακαταβάλλοισθε παρακαταβάλλοιντο
ImperativeSingular παρακαταβάλλου παρακαταβαλλέσθω
Dual παρακαταβάλλεσθον παρακαταβαλλέσθων
Plural παρακαταβάλλεσθε παρακαταβαλλέσθων, παρακαταβαλλέσθωσαν
Infinitive παρακαταβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρακαταβαλλομενος παρακαταβαλλομενου παρακαταβαλλομενη παρακαταβαλλομενης παρακαταβαλλομενον παρακαταβαλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρακαταβαλῶ παρακαταβαλεῖς παρακαταβαλεῖ
Dual παρακαταβαλεῖτον παρακαταβαλεῖτον
Plural παρακαταβαλοῦμεν παρακαταβαλεῖτε παρακαταβαλοῦσιν*
OptativeSingular παρακαταβαλοῖμι παρακαταβαλοῖς παρακαταβαλοῖ
Dual παρακαταβαλοῖτον παρακαταβαλοίτην
Plural παρακαταβαλοῖμεν παρακαταβαλοῖτε παρακαταβαλοῖεν
Infinitive παρακαταβαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρακαταβαλων παρακαταβαλουντος παρακαταβαλουσα παρακαταβαλουσης παρακαταβαλουν παρακαταβαλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρακαταβαλοῦμαι παρακαταβαλεῖ, παρακαταβαλῇ παρακαταβαλεῖται
Dual παρακαταβαλεῖσθον παρακαταβαλεῖσθον
Plural παρακαταβαλούμεθα παρακαταβαλεῖσθε παρακαταβαλοῦνται
OptativeSingular παρακαταβαλοίμην παρακαταβαλοῖο παρακαταβαλοῖτο
Dual παρακαταβαλοῖσθον παρακαταβαλοίσθην
Plural παρακαταβαλοίμεθα παρακαταβαλοῖσθε παρακαταβαλοῖντο
Infinitive παρακαταβαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρακαταβαλουμενος παρακαταβαλουμενου παρακαταβαλουμενη παρακαταβαλουμενης παρακαταβαλουμενον παρακαταβαλουμενου

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μετὰ δὲ ταῦτα Λεώστρατοσ οὑτοσὶ παρακαταβάλλει ὡσ υἱὸσ Ἀρχιάδου ἐκείνου, οὐκ ἐπιλογισάμενοσ οὔθ’ ὅτι ἐπανεληλύθει εἰσ τοὺσ Ἐλευσινίουσ, οὔθ’ ὅτι οἱ εἰσποιητοὶ οὐκ αὐτοὶ ὑφ’ αὑτῶν, ἀλλ’ ὑπὸ τῶν εἰσποιουμένων καθίστανται· (Demosthenes, Speeches 41-50, 41:2)

Synonyms

  1. to throw down beside

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION