- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πανοῦργος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: panourgos 고전 발음: [빠누:] 신약 발음: [빠누]

기본형: πανοῦργος

형태분석: πανουργ (어간) + ος (어미)

어원: ἔργω

  1. 교활한, 간악한, 매끄러운, 음침한, 불성실한, 배신의, 간사한, 간교한
  1. Literally ready to do anything, but nearly always in a bad sense: knavish, roguish, villainous, treacherous, sly

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πανοῦργος

교활한 (이)가

πάνουργον

교활한 (것)가

속격 πανούργου

교활한 (이)의

πανούργου

교활한 (것)의

여격 πανούργῳ

교활한 (이)에게

πανούργῳ

교활한 (것)에게

대격 πανοῦργον

교활한 (이)를

πάνουργον

교활한 (것)를

호격 πανοῦργε

교활한 (이)야

πάνουργον

교활한 (것)야

쌍수주/대/호 πανούργω

교활한 (이)들이

πανούργω

교활한 (것)들이

속/여 πανούργοιν

교활한 (이)들의

πανούργοιν

교활한 (것)들의

복수주격 πανοῦργοι

교활한 (이)들이

πάνουργα

교활한 (것)들이

속격 πανούργων

교활한 (이)들의

πανούργων

교활한 (것)들의

여격 πανούργοις

교활한 (이)들에게

πανούργοις

교활한 (것)들에게

대격 πανούργους

교활한 (이)들을

πάνουργα

교활한 (것)들을

호격 πανοῦργοι

교활한 (이)들아

πάνουργα

교활한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δὲ μὴ σύ γ οἶσθα κάττυμ, οὐδ ἐγὼ χορδεύματα, ὅστις ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῦ βοὸς τοῖς ἀγροίκοισιν πανούργως, ὥστε φαίνεσθαι παχύ, καὶ πρὶν ἡμέραν φορῆσαι μεῖζον ἦν δυοῖν δοχμαῖν. (Aristotle, Agon, trochees2)

    (아리스토텔레스, Agon, trochees2)

  • ἀλλὰ μεῖζον καὶ κάλλιον, ὅτι τῷ δικαίῳ χρῆσθαι καὶ πρὸς ἐχθροὺς ἐθισθέντες οὐδέποτε μὴ προσενεχθῶμεν ἀδίκως καὶ πανούργως τοῖς συνήθεσι καὶ φίλοις. (Plutarch, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 9 17:1)

    (플루타르코스, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 9 17:1)

  • ὕστερον δὲ βαρέως φέρων, καὶ τὸ βασιλεύειν χάριτι Ῥωμαίων ἡγούμενος αἰχμαλώτου τρυφὴν ἀγαπῶντος εἶναι μᾶλλον ἢ φρόνημα καὶ θυμὸν ἔχοντος ἀνδρός, ἐπεῖχε τῷ πολέμῳ τὴν γνώμην καὶ συνετάττετο λάθρα καὶ πανούργως. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 8 4:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 8 4:1)

  • "ὁ ἀνὴρ μάλιστα ἐν ταῖς παρῳδίαις καὶ περιβόητος ἦν λέγων τὰ ἔπη πανούργως καὶ ὑποκριτικῶς καὶ διὰ ταῦτα σφόδρα παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις εὐδοκίμει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 71 3:11)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 71 3:11)

  • τὸ γὰρ μέγιστον τῶν πατρῴων καὶ κάλλιστον ἀποστεροῦσιν αὐτούς, τὴν εὔνοιαν, ἀνελευθέρως καὶ πανούργως ὑποτρέχοντες, ἐν καιρῷ ταῖς ἐκείνων ἀσχολίαις καὶ ἀγνοίαις ἐπιτιθέμενοι καὶ μάλιστα παρέχοντες εὐτάκτους καὶ κατηκόους αὑτοὺς καὶ σώφρονας, ἐν οἷς ἐκείνους ἁμαρτάνοντας ἢ δοκοῦντας ὁρῶσι. (Plutarch, De fraterno amore, section 9 1:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 9 1:1)

관련어

명사

형용사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION