헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὅπλον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὅπλον ὅπλου

형태분석: ὁπλ (어간) + ον (어미)

  1. 도구, 기구, 공구
  2. 밧줄, 줄, 노끈
  3. 무기, 갑옷, 장갑, 창, 병기
  4. 음경, 고추
  1. tool, instrument
  2. a ship's tackle, rope
  3. instruments of war: arms, armour, weapon
  4. specifically the large shield carried by hoplites
  5. penis
  6. a gymnastics exercise

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὅπλον

도구가

ό̔πλω

도구들이

ό̔πλα

도구들이

속격 ό̔πλου

도구의

ό̔πλοιν

도구들의

ό̔πλων

도구들의

여격 ό̔πλῳ

도구에게

ό̔πλοιν

도구들에게

ό̔πλοις

도구들에게

대격 ὅπλον

도구를

ό̔πλω

도구들을

ό̔πλα

도구들을

호격 ό̔πλον

도구야

ό̔πλω

도구들아

ό̔πλα

도구들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τριακόσια ὅπλα χρυσᾶ ἐλατὰ —καὶ τρεῖσ μναῖ ἐνῆσαν χρυσοῦ εἰσ τὸ ὅπλον τὸ ἓν— καὶ ἔδωκεν αὐτὰ ὁ βασιλεὺσ εἰσ οἶκον δρυμοῦ τοῦ Λιβάνου. (Septuagint, Liber I Regum 10:15)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 10:15)

  • ἀνταναιρῶν πολέμουσ μέχρι τῶν περάτων τῆσ γῆσ τόξον συντρίψει καὶ συνθλάσει ὅπλον καὶ θυρεοὺσ κατακαύσει ἐν πυρί. (Septuagint, Liber Psalmorum 45:10)

    (70인역 성경, 시편 45:10)

  • ἐκεῖ συνέτριψε τὰ κράτη τῶν τόξων, ὅπλον καὶ ρομφαίαν καὶ πόλεμον. . (Septuagint, Liber Psalmorum 75:4)

    (70인역 성경, 시편 75:4)

  • σπεύσασ γὰρ ἀνὴρ ἄμεμπτοσ προεμάχησε τὸ τῆσ ἰδίασ λειτουργίασ ὅπλον, προσευχὴν καὶ θυμιάματοσ ἐξιλασμὸν κομίσασ, ἀντέστη τῷ θυμῷ καὶ πέρασ ἐπέθηκε τῇ συμφορᾷ, δεικνὺσ ὅτι σόσ ἐστι θεράπων. (Septuagint, Liber Sapientiae 18:21)

    (70인역 성경, 지혜서 18:21)

  • ἐπεὶ δὲ ἤγγελτο πυρπολῶν ὁ θεὸσ ἤδη τὴν χώραν καὶ πόλεισ αὐτάνδρουσ καταφλέγων καὶ ἀνάπτων τὰσ ὕλασ καὶ ἐν βραχεῖ πᾶσαν τὴν Ἰνδικὴν φλογὸσ ἐμπεπληκώσ ‐ ὅπλον γάρ τι Διονυσιακὸν τὸ πῦρ, πατρῷον αὐτῷ κἀκ τοῦ κεραυνοῦ ‐ ἐνταῦθα ἤδη σπουδῇ ἀνελάμβανον τὰ ὅπλα καὶ τοὺσ ἐλέφαντασ ἐπισάξαντεσ καὶ ἐγχαλινώσαντεσ καὶ τοὺσ πύργουσ ἀναθέμενοι ἐπ’ αὐτοὺσ ἀντεπεξῄεσαν, καταφρονοῦντεσ μὲν καὶ τότε, ὀργιζόμενοι δὲ ὅμωσ καὶ συντρῖψαι σπεύδοντεσ αὐτῷ στρατοπέδῳ τὸν ἀγένειον ἐκεῖνον στρατηλάτην. (Lucian, (no name) 3:2)

    (루키아노스, (no name) 3:2)

유의어

  1. 도구

  2. 밧줄

  3. 음경

  4. a gymnastics exercise

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION