- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κριθή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: krithē 고전 발음: [리테:] 신약 발음: [리테]

기본형: κριθή κριθῆς

형태분석: κριθ (어간) + η (어미)

어원: mostly in pl.,

  1. 보리
  2. 음경, 고추
  1. barley
  2. pustule on the eyelid
  3. barleycorn (unit of weight)
  4. penis

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κριθή

보리가

κριθά

보리들이

κριθαί

보리들이

속격 κριθῆς

보리의

κριθαῖν

보리들의

κριθῶν

보리들의

여격 κριθῇ

보리에게

κριθαῖν

보리들에게

κριθαῖς

보리들에게

대격 κριθήν

보리를

κριθά

보리들을

κριθάς

보리들을

호격 κριθή

보리야

κριθά

보리들아

κριθαί

보리들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔσπειρε δὲ Ἰσαὰκ ἐν τῇ γῇ ἐκείνῃ καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ ἑκατοστεύουσαν κριθήν. εὐλόγησε δὲ αὐτὸν Κύριος. (Septuagint, Liber Genesis 26:12)

    (70인역 성경, 창세기 26:12)

  • τὸ δὲ λίνον καὶ ἡ κριθὴ ἐπλήγη. ἡ γὰρ κριθὴ παρεστηκυῖα, τὸ δὲ λίνον σπερματίζον. (Septuagint, Liber Exodus 9:31)

    (70인역 성경, 탈출기 9:31)

  • Ἐὰν δὲ ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ τῆς κατασχέσεως αὐτοῦ ἁγιάσῃ ἄνθρωπος τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔσται ἡ τιμὴ κατὰ τὸν σπόρον αὐτοῦ, κόρου κριθῶν πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου. (Septuagint, Liber Leviticus 27:16)

    (70인역 성경, 레위기 27:16)

  • γῆ πυροῦ καὶ κριθῆς, ἄμπελοι, συκαῖ, ροαί, γῆ ἐλαίας ἐλαίου καὶ μέλιτος. (Septuagint, Liber Deuteronomii 8:8)

    (70인역 성경, 신명기 8:8)

  • οἱ ταῦροι ὑμῶν καὶ οἱ βόες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν γῆν φάγονται ἄχυρα ἀναπεποιημένα ἐν κριθῇ λελικμημένα. (Septuagint, Liber Isaiae 30:24)

    (70인역 성경, 이사야서 30:24)

  • ὡς γὰρ ὄρνις ἐν οἰκίᾳ πολλάκις τροφῆς παρακειμένης εἰς γωνίαν καταδῦσα σκαλεύει ἔνθα γέ που διαφαίνεθ ἅτ ἐν κοπρίῃ μία κριθὴ παραπλησίως οἱ πολυπράγμονες, ὑπερβάντες τοὺς ἐν μέσῳ λόγους καὶ ἱστορίας καὶ ἃ μηδεὶς κωλύει πυνθάνεσθαι μηδ ἄχθεται πυνθανομένοις, τὰ κρυπτόμενα καὶ λανθάνοντα κακὰ πάσης οἰκίας ἐκλέγουσι. (Plutarch, De curiositate, section 3 1:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 1:1)

  • ὡς γὰρ ὄρνις ἐν οἰκίᾳ πολλάκις, τροφῆς πολλῆς παρακειμένης, εἰς γωνίαν καταδῦσα σκαλεύει ἔνθα γέ που διαφαίνεθ ἅτ ἐν κοπρίῃ μία κριθή: (Plutarch, De curiositate, section 3 1:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 1:1)

유의어

  1. 보리

  2. 음경

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION